Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

2--10--2017----- ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ «Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ» ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΠΥΡΟΥ ΦΙΛΟΥ Από το: εν αρχή ην ο Λόγος του: Σπύρου Φίλου


Μάρκος 1
1. Η ΑΡΧΗ τού ευαγγελίου τού Ιησού Χριστού, του Υιού τού Θεού·
2. καθώς είναι γραμμένο στους προφήτες: «Δες, εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από την προσωπική σου παρουσία, που θα ετοιμάσει τον δρόμο σου μπροστά σου».
3. «Φωνή κάποιου που φωνάζει δυνατά μέσα στην έρημο: Ετοιμάστε τον δρόμο τού Κυρίου, κάντε ίσια τα μονοπάτια του».
4. Ο Ιωάννης εμφανίστηκε βαπτίζοντας στην έρημο, και κηρύττοντας βάπτισμα μετάνοιας προς άφεση αμαρτιών.
5. Και έβγαιναν προς αυτόν ολόκληρη η περιοχή τής Ιουδαίας, και οι Ιεροσολυμίτες, και όλοι βαπτίζονταν απ' αυτόν μέσα στον ποταμό Ιορδάνη, αφού ομολογούσαν έκφωνα τις αμαρτίες τους.
6. Και ο Ιωάννης ήταν ντυμένος με τρίχες από καμήλα, και είχε ζώνη δερμάτινη γύρω από τη μέση του, τρώγοντας δε ακρίδες και μέλι από άγριες μέλισσες.
7. Και κήρυττε, λέγοντας: Πίσω από μένα έρχεται ο ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι άξιος, σκύβοντας, να λύσω το λουρί από τα υποδήματά του·
8. εγώ μεν σας βάπτισα με νερό· αυτός, όμως, θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο.
9. Και κατά τις ημέρες εκείνες ήρθε ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ τής Γαλιλαίας, και βαπτίστηκε από τον Ιωάννη μέσα στον Ιορδάνη.
10. Κι αμέσως, καθώς ανέβαινε από το νερό, είδε τούς ουρανούς να σχίζονται, και το Πνεύμα να κατεβαίνει επάνω του σαν περιστέρι.
11. Και φωνή ακούστηκε από τους ουρανούς: Εσύ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο ευαρεστήθηκα.
12. Κι αμέσως, το Πνεύμα τον βγάζει έξω στην έρημο.
13. Και βρισκόταν εκεί μέσα στην έρημο 40 ημέρες πειραζόμενος από τον σατανά· και ήταν μαζί με τα θηρία· και οι άγγελοι τον υπηρετούσαν.
14. ΚΑΙ αφού παρέδωσαν τον Ιωάννη, ο Ιησούς ήρθε στη Γαλιλαία, κηρύττοντας το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού,
15. και λέγοντας, ότι: Ο καιρός συμπληρώθηκε και η βασιλεία τού Θεού πλησίασε· μετανοείτε και πιστεύετε στο ευαγγέλιο.
16. Και περπατώντας κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε τον Σίμωνα και τον αδελφό του τον Ανδρέα, να ρίχνουν το δίχτυ στη θάλασσα· επειδή, ήσαν ψαράδες·
17. και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Ελάτε πίσω μου, και θα σας κάνω να γίνετε ψαράδες ανθρώπων.
18. Κι αμέσως, αφήνοντας τα δίχτυα τους, τον ακολούθησαν.
19. Και αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα, είδε τον Ιάκωβο, αυτόν τού Ζεβεδαίου, και τον αδελφό του, τον Ιωάννη, κι αυτούς μέσα στο πλοίο επισκευάζοντας τα δίχτυα τους.
20. Κι αμέσως τους κάλεσε· και αφήνοντας στο πλοίο τον πατέρα τους, τον Ζεβεδαίο, μαζί με τους μισθωτούς, πήγαν πίσω του.
21. Και μπαίνουν μέσα στην Καπερναούμ· κι αμέσως κατά το σάββατο, ο Ιησούς μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή δίδασκε.
22. Και εκπλήττονταν για τη διδασκαλία του· επειδή, τους δίδασκε ως κάτοχος εξουσίας, και όχι όπως οι γραμματείς.
23. Και μέσα στη συναγωγή τους ήταν ένας άνθρωπος που είχε ακάθαρτο πνεύμα, και κραύγασε,
24. λέγοντας: Αλλοίμονο! Τι είναι ανάμεσα σε μας και σε σένα, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες για να μας απολέσεις; Σε γνωρίζω ποιος είσαι, ο Άγιος του Θεού.
25. Και ο Ιησούς το επιτίμησε, λέγοντας: Σιώπα, και βγες έξω απ' αυτόν.
26. Και το ακάθαρτο πνεύμα, αφού τον συντάραξε και έκραξε με δυνατή φωνή, βγήκε απ' αυτόν.
27. Και όλοι έμειναν έκθαμβοι, ώστε συζητούσαν αναμεταξύ τους, λέγοντας: Τι είναι αυτό; Ποια είναι αυτή η νέα διδασκαλία; Επειδή, με εξουσία προστάζει και τα ακάθαρτα πνεύματα, και τον υπακούν.
28. Κι αμέσως βγήκε η φήμη του σε ολόκληρη την περίχωρο της Γαλιλαίας.
29. Κι αμέσως, αφού βγήκαν από τη συναγωγή, ήρθαν στο σπίτι τού Σίμωνα και του Ανδρέα, μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη.
30. Η δε πεθερά τού Σίμωνα ήταν κατάκοιτη υποφέροντας από πυρετό· κι αμέσως τού μίλησαν γι' αυτήν.
31. Και καθώς πλησίασε, τη σήκωσε, πιάνοντας το χέρι της· και ο πυρετός τήν άφησε αμέσως, και τους υπηρετούσε.
32. Και αφού έγινε βράδυ, όταν έδυσε ο ήλιος, έφεραν σ' αυτόν όλους εκείνους που έπασχαν, και τους δαιμονιζόμενους·
33. και ολόκληρη η πόλη ήταν συγκεντρωμένη μπροστά από την πόρτα.
34. Και θεράπευσε πολλούς που έπασχαν από διάφορες αρρώστιες· και έβγαλε πολλά δαιμόνια, και δεν άφηνε τα δαιμόνια να μιλούν, επειδή τον γνώριζαν.
35. Και το πρωί, ενώ ήταν πολύ σκοτάδι, αφού σηκώθηκε, βγήκε έξω, και πήγε σε έναν ερημικό τόπο, και εκεί προσευχόταν.
36. Και έτρεξαν πίσω του ο Σίμωνας κι αυτοί που ήσαν μαζί του.
37. Και μόλις τον βρήκαν, του λένε, ότι: Όλοι σε ζητούν.
38. Και τους λέει: Ας πάμε στις κωμοπόλεις που είναι κοντά, για να κηρύξω και εκεί· επειδή, γι' αυτό εξήλθα.
39. Και κήρυττε στις συναγωγές τους, σε ολόκληρη τη Γαλιλαία, και έβγαζε τα δαιμόνια.
40. Και έρχεται σ' αυτόν ένας λεπρός, παρακαλώντας τον, και γονατίζοντας μπροστά του, και λέγοντάς του, ότι: Αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις.
41. Και ο Ιησούς, επειδή τον σπλαχνίστηκε, άπλωσε το χέρι του, και τον άγγιξε, και του λέει: Θέλω, να καθαριστείς.
42. Και καθώς το είπε αυτό, η λέπρα έφυγε αμέσως απ' αυτόν, και καθαρίστηκε.
43. Και αφού τον πρόσταξε με αυστηρότητα, αμέσως τον έβγαλε έξω,
44. και του λέει: Πρόσεξε, μη πεις τίποτε σε κανέναν· αλλά, πήγαινε, δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου όσα ο Μωυσής πρόσταξε για μαρτυρία σ' αυτούς.
45. Εκείνος, όμως, βγαίνοντας έξω, άρχισε να διακηρύττει πολλά, και να διαφημίζει τον λόγο, ώστε αυτός δεν μπορούσε να μπαίνει φανερά μέσα σε πόλη· αλλά, έμενε έξω σε έρημους τόπους, και έρχονταν σ' αυτόν από παντού.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 02
Μάρκος 2
1. Και ύστερα από ημέρες, ξαναμπήκε μέσα στην Καπερναούμ· και ακούστηκε ότι βρίσκεται σε ένα σπίτι.
2. Κι αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε δεν τους χωρούσαν πλέον ούτε οι χώροι κοντά στην πόρτα· και τους κήρυττε τον λόγο.
3. Και έρχονται σ' αυτόν, φέρνοντας έναν παράλυτο, που βασταζόταν από τέσσερις ανθρώπους.
4. Και επειδή δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν, εξαιτίας τού πλήθους, χάλασαν τη στέγη όπου ήταν, και κάνοντας ένα άνοιγμα, κατεβάζουν το κρεβάτι επάνω στο οποίο ήταν ο παράλυτος.
5. Βλέποντας δε ο Ιησούς την πίστη τους, λέει στον παράλυτο: Παιδί μου, οι αμαρτίες σου είναι σε σένα συγχωρεμένες.
6. Κάθονταν, όμως, εκεί και μερικοί από τους γραμματείς, και συλλογίζονταν μέσα στις καρδιές τους:
7. Γιατί αυτός μιλάει τέτοιες βλασφημίες; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μονάχα ένας, ο Θεός;
8. Κι αμέσως, επειδή ο Ιησούς κατάλαβε με το πνεύμα του ότι έτσι συλλογίζονται μέσα τους, τους είπε: Γιατί συλλογίζεστε αυτά μέσα στις καρδιές σας;
9. Τι είναι ευκολότερο να πω στον παράλυτο: Οι αμαρτίες σου είναι σε σένα συγχωρεμένες ή να πω: Σήκω, και πάρε επάνω σου το κρεβάτι σου, και περπάτα;
10. Αλλά, για να γνωρίσετε ότι ο Υιός τού ανθρώπου έχει εξουσία επάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες, (λέει στον παράλυτο):
11. Σε σένα λέω: Σήκω, και πάρε επάνω σου το κρεβάτι σου, και πήγαινε στο σπίτι σου.
12. Κι αμέσως σηκώθηκε, και αφού πήρε το κρεβάτι, βγήκε έξω μπροστά σε όλους· ώστε όλοι εκπλήττονταν και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας, ότι: Ποτέ δεν είδαμε τέτοια πράγματα.
13. Και βγήκε πάλι έξω κοντά στη θάλασσα· και ολόκληρο το πλήθος ερχόταν σ' αυτόν, και τους δίδασκε.
14. Και διαβαίνοντας είδε τον Λευί, εκείνον τού Αλφαίου, να κάθεται στο τελωνείο· και του λέει: Ακολούθα με. Και αφού σηκώθηκε, τον ακολούθησε.
15. Και ενώ καθόταν στο τραπέζι στο σπίτι του, συγκάθονταν και πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί μαζί με τον Ιησού και τους μαθητές του· επειδή, ήσαν πολλοί, και τον ακολούθησαν.
16. Οι γραμματείς, όμως, και οι Φαρισαίοι, βλέποντάς τον ότι έτρωγε μαζί με τους τελώνες και αμαρτωλούς, έλεγαν στους μαθητές του: Γιατί τρώει και πίνει μαζί με τους τελώνες και αμαρτωλούς;
17. Και ο Ιησούς, ακούγοντας, λέει σ' αυτούς: Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό αυτοί που υγιαίνουν, αλλά αυτοί που πάσχουν· δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια δικαίους, αλλά αμαρτωλούς.
18. Οι μαθητές τού Ιωάννη, όμως, κι εκείνοι των Φαρισαίων, νήστευαν· και έρχονται και του λένε: Γιατί οι μαθητές τού Ιωάννη και εκείνοι των Φαρισαίων νηστεύουν, ενώ οι μαθητές σου δεν νηστεύουν;
19. Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Μήπως μπορούν οι γιοι τού νυμφώνα να νηστεύουν, ενόσω ο νυμφίος είναι μαζί τους; Όσον καιρό έχουν τον νυμφίο μαζί τους, δεν μπορούν να νηστεύουν,
20. θάρθουν, όμως, ημέρες, όταν θα αρπαχτεί απ' αυτούς ο γαμπρός, και τότε, κατά τις ημέρες εκείνες, θα νηστέψουν.
21. Και κανένας δεν βάζει μπάλωμα από καινούργιο ύφασμα επάνω σε παλιό ιμάτιο· ειδεμή, το καινούργιο αναπλήρωμά του τραβάει από το παλιό, και γίνεται χειρότερο σχίσιμο.
22. Και κανένας δεν βάζει νέο κρασί μέσα σε παλιά ασκιά· ειδάλλως, το νέο κρασί θα σχίσει τα ασκιά, και το κρασί χύνεται, και τα ασκιά χαλάνε· αλλά, το νέο κρασί πρέπει να μπαίνει σε καινούργια ασκιά.
23. ΚΑΙ όταν ένα σάββατο διάβαινε μέσα από τα σπαρτά, οι μαθητές του, ενώ περπατούσαν, άρχισαν να αποσπούν στάχυα.
24. Και οι Φαρισαίοι έλεγαν σ' αυτόν: Δες, γιατί κατά τα Σάββατα κάνουν εκείνο που δεν επιτρέπεται;
25. Κι αυτός τούς έλεγε: Ποτέ δεν διαβάσατε τι έκανε ο Δαβίδ, όταν είχε ανάγκη, και πείνασε, αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζί του;
26. Πώς μπήκε μέσα στον οίκο τού Θεού, όταν αρχιερέας ήταν ο Αβιάθαρ, και έφαγε τους άρτους τής πρόθεσης, που δεν επιτρέπεται να φάνε, παρά μονάχα οι ιερείς, και έδωσε και σ' εκείνους που ήσαν μαζί του;
27. Και τους έλεγε: Το σάββατο έγινε για τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος για το σάββατο.
28. Ώστε, ο Υιός τού ανθρώπου είναι κύριος και του Σαββάτου.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ - 03
Μάρκος 3
1. ΚΑΙ μπήκε ξανά μέσα στη συναγωγή· και εκεί ήταν ένας άνθρωπος που είχε το ένα του χέρι παράλυτο.
2. Και τον παρατηρούσαν, αν θα τον θεραπεύσει κατά το σάββατο, για να τον κατηγορήσουν.
3. Και λέει στον άνθρωπο, που είχε παράλυτο το χέρι: Σήκω, στο μέσον.
4. Και τους λέει: Είναι επιτρεπτό κατά το σάββατο κάποιος να κάνει καλό ή να κάνει κακό; Να σώσει μια ψυχή ή να τη θανατώσει; Και εκείνοι σιωπούσαν.
5. Και αφού τους κοίταξε ολόγυρα με οργή, λυπούμενος για την πώρωση της καρδιάς τους, λέει στον άνθρωπο: Τέντωσε το χέρι σου. Και το τέντωσε· και αποκαταστάθηκε το χέρι του υγιές, όπως και το άλλο.
6. Και καθώς οι Φαρισαίοι βγήκαν έξω, έκαναν αμέσως συμβούλιο εναντίον του, μαζί με τους Ηρωδιανούς, για να τον εξολοθρεύσουν.
7. Και ο Ιησούς, μαζί με τους μαθητές του, αναχώρησε προς τη θάλασσα· και τον ακολούθησαν ένα μεγάλο πλήθος από τη Γαλιλαία, και από την Ιουδαία,
8. και από τα Ιεροσόλυμα, και από την Ιδουμαία, και από την πλευρά πέρα από τον Ιορδάνη· και εκείνοι από την Τύρο και τη Σιδώνα, ένα μεγάλο πλήθος ήρθε σ' αυτόν, ακούγοντας όσα έκανε.
9. Και είπε στους μαθητές του να περιμένει ένα μικρό πλοίο κοντά του εξαιτίας τού πλήθους, για να μη τον συνθλίβουν.
10. Επειδή, θεράπευσε πολλούς, ώστε, όσοι είχαν αρρώστιες, έπεφταν επάνω του, για να τον αγγίξουν.
11. Και τα ακάθαρτα πνεύματα, όταν τον έβλεπαν, έπεφταν επάνω του, και έκραζαν, λέγοντας, ότι: Εσύ είσαι ο Υιός τού Θεού.
12. Και τα επιτιμούσε έντονα, για να μη τον φανερώσουν.
13. Και ανεβαίνει στο βουνό, και προσκαλεί όσους αυτός ήθελε· και πήγαν σ' αυτόν.
14. Και έκλεξε δώδεκα, για να είναι μαζί του, και για να τους αποστέλλει να κηρύττουν,
15. και για να έχουν εξουσία να θεραπεύουν τις αρρώστιες, και να βγάζουν τα δαιμόνια:
16. Τον Σίμωνα, που τον επονόμασε Πέτρο·
17. και τον Ιάκωβο, αυτόν τού Ζεβεδαίου, και τον Ιωάννη τον αδελφό τού Ιακώβου· και τους επονόμασε Βοανεργές, που σημαίνει: Γιοι τής βροντής·
18. και τον Ανδρέα και τον Φίλιππο, και τον Βαρθολομαίο, και τον Ματθαίο, και τον Θωμά, και τον Ιάκωβο, εκείνον τού Αλφαίου, και τον Θαδδαίο, και τον Σίμωνα τον Κανανίτη,
19. και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, ο οποίος και τον παρέδωσε.
20. Και έρχονται σε κάποιο σπίτι· και συγκεντρώνεται πάλι ένα πλήθος, ώστε αυτοί δεν μπορούσαν ούτε ψωμί να φάνε.
21. Και όταν οι συγγενείς του το άκουσαν, βγήκαν για να τον πιάσουν· επειδή, έλεγαν ότι: Είναι εκτός εαυτού.
22. Και οι γραμματείς, που κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα, έλεγαν ότι: Έχει τον Βεελζεβούλ, και ότι διαμέσου τού άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια.
23. Και αφού τους προσκάλεσε, τους έλεγε με παραβολές: Πώς είναι δυνατόν ο σατανάς να βγάζει τον σατανά;
24. Και αν μια βασιλεία διαιρεθεί σε αντιμαχόμενα μέρη, η βασιλεία εκείνη δεν μπορεί να σταθεί ·
25. και αν ένα σπίτι διαιρεθεί σε αντιμαχόμενα μέρη, το σπίτι εκείνο δεν μπορεί να σταθεί.
26. Και αν ο σατανάς ξεσηκώθηκε ενάντια στον εαυτό του, και διαιρέθηκε, δεν μπορεί να σταθεί, αλλά θα έχει ένα τέλος.
27. Κανένας δεν μπορεί να αρπάξει τα σκεύη τού δυνατού, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι του, αν πρώτα δεν δέσει τον δυνατό· και τότε θα αρπάξει το σπίτι του.
28. Σας διαβεβαιώνω ότι, όλα τα αμαρτήματα θα συγχωρηθούν στους γιους των ανθρώπων, και οι βλασφημίες όσες βλασφημήσουν·
29. όποιος, όμως, βλασφημήσει στο Πνεύμα το Άγιο, δεν έχει συγχώρηση στον αιώνα, αλλά είναι ένοχος αιώνιας καταδίκης·
30. επειδή, έλεγαν: Έχει ακάθαρτο πνεύμα.
31. Έρχονται, λοιπόν, οι αδελφοί και η μητέρα του, και αφού στάθηκαν έξω, έστειλαν σ' αυτόν κάποιους και τον φώναζαν·
32. και ένα πλήθος καθόταν ολόγυρά του· και του είπαν: Δες, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου έξω σε ζητούν.
33. Και τους απάντησε, λέγοντας: Ποια είναι η μητέρα μου ή οι αδελφοί μου;
34. Και κοιτάζοντας ολόγυρα στους καθισμένους γύρω του, λέει: Δέστε! η μητέρα μου και οι αδελφοί μου·
35. επειδή, όποιος κάνει το θέλημα του Θεού, αυτός είναι αδελφός μου, και αδελφή μου, και μητέρα μου.


«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 04
Μάρκος 4
1. ΚΑΙ άρχισε πάλι να διδάσκει κοντά στη θάλασσα· και συγκεντρώθηκε κοντά του ένα μεγάλο πλήθος, ώστε, αφού μπήκε μέσα στο πλοίο, καθόταν από το μέρος τής θάλασσας· και ολόκληρο το πλήθος ήταν στην ξηρά, κοντά στη θάλασσα.
2. Και τους δίδασκε πολλά με παραβολές, και στη διδασκαλία του έλεγε σ' αυτούς:
3. Ακούτε· να! βγήκε αυτός που σπέρνει για να σπείρει·
4. και ενώ έσπερνε, άλλο μεν έπεσε κοντά στον δρόμο, και ήρθαν τα πουλιά τού ουρανού και το κατέφαγαν.
5. Άλλο, όμως, έπεσε επάνω στο πετρώδες έδαφος, όπου δεν είχε πολύ χώμα, κι αμέσως βλάστησε, για τον λόγο ότι δεν είχε βάθος γης·
6. και όταν ανέτειλε ο ήλιος, κατακάηκε, και επειδή δεν είχε ρίζα, ξεράθηκε.
7. Και άλλο έπεσε στα αγκάθια· και ανέβηκαν τα αγκάθια και το συνέπνιξαν, και δεν έδωσε καρπό.
8. Και άλλο έπεσε στην καλή γη· και έδινε καρπό, καθώς ανέβαινε και αύξανε, και έδωσε άλλο 30, και άλλο 60, και άλλο 100.
9. Και τους έλεγε: Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.
10. Και όταν έμεινε μόνος, τον ρώτησαν εκείνοι που ήσαν γύρω του, μαζί με τους δώδεκα, για την παραβολή.
11. Και τους έλεγε: Σε σας δόθηκε να γνωρίσετε το μυστήριο της βασιλείας τού Θεού· σ' εκείνους, όμως, τους έξω τα πάντα γίνονται με παραβολές·
12. για να βλέπουν, βλέποντας, και να μη δουν· και να ακούν, ακούγοντας, και να μη καταλάβουν· μήπως και επιστρέψουν, και τους συγχωρηθούν τα αμαρτήματα.
13. Και τους λέει: Δεν ξέρετε αυτή την παραβολή; Και πώς θα γνωρίσετε όλες τις παραβολές;
14. Εκείνος που σπέρνει τον λόγο, σπέρνει.
15. Και εκείνοι κοντά στον δρόμο είναι αυτοί, προς τους οποίους σπέρνεται ο λόγος· και όταν ακούσουν, έρχεται αμέσως ο σατανάς, και αφαιρεί τον λόγο, που ήταν σπαρμένος μέσα στις καρδιές τους.
16. Και παρόμοια εκείνοι που σπέρνονται επάνω σε πετρώδη εδάφη, είναι αυτοί, που, όταν ακούσουν τον λόγο, τον δέχονται αμέσως με χαρά·
17. όμως, δεν έχουν μέσα τους ρίζα, αλλά είναι πρόσκαιροι· έπειτα, όταν γίνει θλίψη ή διωγμός, εξαιτίας τού λόγου, σκανδαλίζονται αμέσως.
18. Και εκείνοι που σπέρνονται στα αγκάθια, είναι αυτοί, που ακούν τον λόγο·
19. αλλά, οι μέριμνες αυτού τού αιώνα, και η απάτη τού πλούτου, και οι επιθυμίες των άλλων πραγμάτων, αφού μπουν μέσα τους, συμπνίγουν τον λόγο, και γίνεται άκαρπος.
20. Και εκείνοι που σπάρθηκαν στην καλή γη είναι αυτοί, που ακούν τον λόγο, και παραδέχονται, και καρποφορούν, ο ένας 30, ο άλλος 60, και ο άλλος 100.
21. Και τους έλεγε: Μήπως το λυχνάρι έρχεται για να μπει κάτω από το μόδι ή κάτω από το κρεβάτι; Όχι για να μπει επάνω στον λυχνοστάτη;
22. Επειδή, δεν υπάρχει κάτι κρυφό, που δεν θα φανερωθεί· ούτε έγινε κάτι στα κρυφά, που δεν θάρθει στο φανερό.
23. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.
24. Και τους έλεγε: Προσέχετε τι ακούτε· με όποιο μέτρο μετράτε, θα μετρηθεί σε σας, και σε σας που ακούτε θα γίνει προσθήκη.
25. Επειδή, όποιος έχει, θα του δοθεί· και όποιος δεν έχει, και εκείνο που έχει, θα αφαιρεθεί απ' αυτόν.
26. Και έλεγε: Έτσι είναι η βασιλεία τού Θεού, ωσάν ένας άνθρωπος να έχει ρίξει τον σπόρο επάνω στη γη,
27. και κοιμάται και σηκώνεται νύχτα και ημέρα· και ο σπόρος βλαστάνει, και αυξάνει, με τρόπο που αυτός δεν ξέρει.
28. Επειδή, η γη από μόνη της καρποφορεί, πρώτα χορτάρι, έπειτα στάχυ, έπειτα πλήρες σιτάρι μέσα στο στάχυ.
29. Και όταν ο καρπός ωριμάσει, αμέσως στέλνει το δρεπάνι, επειδή ήρθε ο θερισμός.
30. Έλεγε ακόμα: Με τι να παρομοιάσουμε τη βασιλεία τού Θεού; Ή, με ποια παραβολή να την παραβάλουμε;
31. Είναι όμοια με έναν κόκκο σιναπιού, που, όταν σπαρεί επάνω στη γη, είναι μικρότερος από όλα τα σπέρματα που υπάρχουν επάνω στη γη·
32. όταν, όμως, σπαρεί, ανεβαίνει, και γίνεται μεγαλύτερος από όλα τα λαχανικά, και κάνει μεγάλα κλαδιά, ώστε κάτω από τη σκιά του μπορούν να κάνουν φωλιές τα πουλιά τού ουρανού.
33. Και με πολλές τέτοιες παραβολές μιλούσε τον λόγο, όπως μπορούσαν να ακούν.
34. Αλλά, χωρίς παραβολή δεν τους μιλούσε· όμως, ιδιαίτερα εξηγούσε στους μαθητές του τα πάντα.
35. Και κατά την ημέρα εκείνη, όταν έγινε βράδυ, τους λέει: Ας περάσουμε αντίπερα.
36. Και αφού άφησαν το πλήθος, τον παίρνουν μαζί τους στο πλοίο όπως ήταν· ήσαν μάλιστα και άλλα μικρά πλοία μαζί του.
37. Και γίνεται ένας μεγάλος ανεμοστρόβιλος· και τα κύματα μπήκαν μέσα στο πλοίο, ώστε αυτό ήδη γέμιζε.
38. Κι αυτός, ήταν στην πρύμη, όπου κοιμόταν επάνω στο προσκεφάλι· και τον ξυπνούν, και του λένε: Δάσκαλε, δεν σε νοιάζει ότι χανόμαστε;
39. Και αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο· και είπε στη θάλασσα: Σιώπα, ησύχασε. Και σταμάτησε ο άνεμος, και έγινε μεγάλη γαλήνη.
40. Και τους είπε: Γιατί είστε έτσι δειλοί; Πώς δεν έχετε πίστη;
41. Και φοβήθηκαν με μεγάλον φόβο, και έλεγαν αναμεταξύ τους: Ποιος, λοιπόν, είναι αυτός, που και ο άνεμος και η θάλασσα τον υπακούν;




«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 05
Μάρκος 5
1. ΚΑΙ ήρθαν στην αντίπερα όχθη της θάλασσας, στη χώρα των Γαδαρηνών.
2. Και καθώς βγήκε από το πλοίο, τον συνάντησε αμέσως ένας άνθρωπος από μέσα από τα μνήματα, που είχε ακάθαρτο πνεύμα,
3. αυτός είχε την κατοικία του μέσα στα μνήματα, και κανένας δεν μπορούσε να τον δέσει ούτε με αλυσίδες·
4. επειδή, πολλές φορές είχε δεθεί με ποδόδεσμα και με αλυσίδες, αλλ' αυτός είχε σπάσει τις αλυσίδες, και είχε συντρίψει τα ποδόδεσμα· και κανένας δεν μπορούσε να τον δαμάσει·
5. και βρισκόταν πάντοτε, ημέρα και νύχτα, στα βουνά και στα μνήματα, κράζοντας και κατακόβοντας τον εαυτό του με πέτρες.
6. Βλέποντας, όμως, από μακριά τον Ιησού, έτρεξε, και τον προσκύνησε·
7. και κράζοντας με δυνατή φωνή, είπε: Τι υπάρχει ανάμεσα σε σένα και σε μένα, Ιησού, Υιέ τού Ύψιστου Θεού; Σε ορκίζω στον Θεό, μη με βασανίσεις.
8. Επειδή, του έλεγε: Εσύ, το ακάθαρτο πνεύμα, βγες από τον άνθρωπο.
9. Και τον ρώτησε: Ποιο είναι το όνομά σου; Και απάντησε, λέγοντας: Το όνομά μου είναι λεγεώνα· επειδή, είμαστε πολλοί.
10. Και τον παρακαλούσε πολύ, να μη τους στείλει έξω από τη χώρα.
11. Ήταν μάλιστα εκεί, κοντά στα βουνά, μια μεγάλη αγέλη από γουρούνια, που έβοσκε·
12. και όλοι οι δαίμονες τον παρακάλεσαν, λέγοντας: Στείλε μας στα γουρούνια, για να μπούμε μέσα σ' αυτά.
13. Και ο Ιησούς αμέσως τους το επέτρεψε. Και αφού τα ακάθαρτα πνεύματα βγήκαν, μπήκαν μέσα στα γουρούνια· και η αγέλη όρμησε προς τον γκρεμό στη θάλασσα (ήσαν δε μέχρι 2.000), και πνίγονταν μέσα στη θάλασσα.
14. Και εκείνοι που έβοσκαν τα γουρούνια έφυγαν, και το ανήγγειλαν στην πόλη και στα χωράφια. Και βγήκαν για να δουν τι είναι αυτό που έγινε.
15. Και έρχονται στον Ιησού, και βλέπουν τον δαιμονιζόμενο, που είχε τη λεγεώνα, να κάθεται, και να είναι ντυμένος, και λογικευμένος· και φοβήθηκαν ·
16. και εκείνοι που είδαν τα γεγονότα, τους διηγήθηκαν πώς έγινε το πράγμα στον δαιμονιζόμενο, και για τα γουρούνια.
17. Και άρχισαν να τον παρακαλούν να αναχωρήσει από τα όριά τους.
18. Και όταν μπήκε μέσα στο πλοίο, ο άλλοτε δαιμονιζόμενος τον παρακαλούσε να είναι μαζί του.
19. Όμως, ο Ιησούς δεν τον άφησε, αλλά του λέει: Πήγαινε στο σπίτι σου και στους οικιακούς σου, και ανάγγειλε σ' αυτούς όσα ο Κύριος έκανε σε σένα, και σε ελέησε.
20. Και αναχώρησε, και άρχισε να κηρύττει στη Δεκάπολη όσα ο Ιησούς έκανε σ' αυτόν· και όλοι θαύμαζαν.
21. Και αφού ο Ιησούς διαπέρασε ξανά με το πλοίο στην αντίπερα όχθη, συγκεντρώθηκε ένα μεγάλο πλήθος· και ήταν κοντά στη θάλασσα.
22. Και ξάφνου, έρχεται ένας από τους αρχισυνάγωγους, με το όνομα Ιάειρος· και βλέποντάς τον, πέφτει κοντά στα πόδια του·
23. και τον παρακαλούσε πολύ, λέγοντας, ότι: Το κοριτσάκι μου πνέει τα λοίσθια· νάρθεις και να βάλεις τα χέρια σου επάνω της, για να σωθεί· και θα ζήσει.
24. Και πήγε μαζί του· και τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος, και τον συνέθλιβαν.
25. Και μια γυναίκα, που για δώδεκα χρόνια βρισκόταν με αιμορραγία,
26. και η οποία πολλά έπαθε από πολλούς γιατρούς, και είχε δαπανήσει ολόκληρη την περιουσία της, και δεν είχε ωφεληθεί σε τίποτε, αλλά μάλλον είχε γίνει χειρότερα,
27. καθώς άκουσε για τον Ιησού, ήρθε ανάμεσα στο πλήθος, από πίσω, και άγγιξε το ιμάτιό του·
28. επειδή, έλεγε ότι: Και αν ακόμα αγγίξω τα ιμάτιά του, θα σωθώ.
29. Κι αμέσως ξεράθηκε η πηγή τού αίματός της· και αισθάνθηκε στο σώμα της ότι γιατρεύτηκε από τη μάστιγα.
30. Κι αμέσως, ο Ιησούς, όταν κατάλαβε μέσα του τη δύναμη που είχε βγει απ' αυτόν, αφού στράφηκε μέσα στο πλήθος, έλεγε: Ποιος άγγιξε τα ιμάτιά μου;
31. Και οι μαθητές του έλεγαν σ' αυτόν: Βλέπεις το πλήθος που σε συνθλίβει, και λες: Ποιος με άγγιξε;
32. Και κοίταζε ολόγυρα για να δει εκείνη που το είχε κάνει.
33. Και η γυναίκα, η οποία φοβήθηκε και έτρεμε, επειδή γνώριζε τι είχε γίνει επάνω της, ήρθε και έπεσε μπροστά του, και του είπε όλη την αλήθεια.
34. Και εκείνος της είπε: Κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε σε ειρήνη, και να είσαι υγιής από τη μάστιγά σου.
35. Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, έρχονται από τον αρχισυνάγωγο, λέγοντας, ότι: Η θυγατέρα σου πέθανε· γιατί ενοχλείς ακόμα τον δάσκαλο;
36. Ο Ιησούς, όμως, αμέσως μόλις άκουσε τον λόγο που μιλούσαν, λέει στον αρχισυνάγωγο: Μη φοβάσαι, μόνον πίστευε.
37. Και δεν άφησε κανέναν να τον ακολουθήσει, παρά μονάχα τον Πέτρο, και τον Ιάκωβο, και τον Ιωάννη, τον αδελφό τού Ιακώβου.
38. Και έρχεται στο σπίτι τού αρχισυναγώγου, και βλέπει θόρυβο, και να κλαίνε και να αλαζάζουν ποικιλότροπα.
39. Και μπαίνοντας μέσα, τους λέει: Γιατί κάνετε θόρυβο και κλαίτε; Το παιδί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται.
40. Και γελούσαν γι' αυτόν ειρωνικά. Εκείνος, όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα τού παιδιού και τη μητέρα, κι αυτούς που ήσαν μαζί του, και μπαίνει μέσα, όπου ήταν ξαπλωμένο το παιδί.
41. Και πιάνοντας το χέρι τού παιδιού, της λέει: Ταλιθά, κούμι, που ερμηνευόμενο σημαίνει: Κοριτσάκι, σε σένα λέω, σήκω επάνω.
42. Κι αμέσως το κοριτσάκι σηκώθηκε επάνω, και περπατούσε· επειδή, ήταν δώδεκα χρόνων· και εκπλάγηκαν με μεγάλη έκπληξη.
43. Και παρήγγειλε σ' αυτούς με πολλούς τρόπους να μη το μάθει αυτό κανένας· και είπε να της δοθεί να φάει.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 06
Μάρκος 6
1. ΚΑΙ από εκεί βγήκε έξω, και ήρθε στην πατρίδα του· και τον ακολουθούσαν οι μαθητές του.
2. Και όταν ήρθε το σάββατο, άρχισε να διδάσκει στη συναγωγή· και πολλοί, ακούγοντας, εκπλήττονταν, και έλεγαν: Από πού προέρχονται σ' αυτόν όλα αυτά; Και ποια είναι η σοφία που του δόθηκε, ώστε και τέτοια θαύματα γίνονται με τα χέρια του;
3. Δεν είναι αυτός ο μαραγκός, ο γιος τής Μαρίας, και ο αδελφός τού Ιακώβου και του Ιωσή και του Ιούδα και του Σίμωνα; Και δεν είναι εδώ, ανάμεσά μας, οι αδελφές του; Και σκανδαλίζονταν μ' αυτόν.
4. Και ο Ιησούς έλεγε σ' αυτούς, ότι: Δεν υπάρχει προφήτης χωρίς τιμή, παρά μονάχα στην πατρίδα του, κι ανάμεσα στους συγγενείς του, και μέσα στο σπίτι του.
5. Και δεν μπορούσε να κάνει εκεί κανένα θαύμα, παρά μονάχα βάζοντας τα χέρια του επάνω σε λίγους αρρώστους, τους θεράπευσε.
6. Και θαύμαζε για την απιστία τους. Και περιερχόταν ολόγυρα τις κωμοπόλεις, διδάσκοντας.
7. ΚΑΙ αφού προσκάλεσε τους δώδεκα, άρχισε να τους στέλνει δύο-δύο· και τους έδινε εξουσία ενάντια στα ακάθαρτα πνεύματα.
8. Και τους παρήγγειλε να μη κρατούν τίποτε στον δρόμο, παρά μονάχα μια ράβδο· ούτε ταγάρι ούτε ψωμί ούτε χάλκινα νομίσματα στη ζώνη·
9. αλλά να είναι υποδεμένοι με σαντάλια· και να μη ντύνονται με δύο χιτώνες.
10. Και τους έλεγε: Όπου αν μπείτε μέσα σε σπίτι, εκεί να μένετε μέχρι να φύγετε από εκεί.
11. Και όσοι δεν σας δεχθούν ούτε σας ακούσουν, βγαίνοντας από εκεί, τινάξτε και τη σκόνη που είναι κάτω από τα πόδια σας, ως μαρτυρία σ' αυτούς· σας διαβεβαιώνω, ελαφρότερη θα είναι η τιμωρία στα Σόδομα ή τα Γόμορρα κατά την ημέρα της κρίσης, παρά σ' εκείνη την πόλη.
12. Και αφού βγήκαν έξω, κήρυτταν να μετανοήσουν·
13. και έβγαζαν πολλά δαιμόνια· και άλειφαν με λάδι πολλούς αρρώστους, και τους θεράπευαν.
14. Και ο βασιλιάς Ηρώδης άκουσε, (επειδή, το όνομά του είχε γίνει φανερό), και έλεγε, ότι: Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής αναστήθηκε από τους νεκρούς, και γι' αυτό οι δυνάμεις ενεργούν μέσα σ' αυτόν.
15. Άλλοι έλεγαν, ότι: Είναι ο Ηλίας. Και άλλοι έλεγαν, ότι: Είναι προφήτης ή σαν ένας από τους προφήτες.
16. Και ακούγοντάς το ο Ηρώδης, είπε, ότι: Αυτός είναι ο Ιωάννης, που εγώ αποκεφάλισα· αυτός αναστήθηκε από τους νεκρούς.
17. Επειδή, ο ίδιος ο Ηρώδης είχε στείλει και έπιασε τον Ιωάννη, και τον έδεσε στη φυλακή, εξαιτίας τής Ηρωδιάδας, της γυναίκας τού αδελφού του, του Φιλίππου, επειδή την είχε πάρει για γυναίκα.
18. Για τον λόγο ότι, ο Ιωάννης έλεγε στον Ηρώδη, ότι: Δεν σου επιτρέπεται να έχεις τη γυναίκα τού αδελφού σου.
19. Η Ηρωδιάδα, όμως, τον μισούσε, και ήθελε να τον θανατώσει· και δεν μπορούσε.
20. Επειδή, ο Ηρώδης φοβόταν τον Ιωάννη, δεδομένου ότι τον γνώριζε ως άνδρα δίκαιο και άγιο· και τον προστάτευε· και έκανε πολλά, καθώς τον άκουγε, και τον άκουγε με ευχαρίστηση.
21. Και όταν ήρθε η κατάλληλη ημέρα, κατά την οποία ο Ηρώδης, στα γενέθλιά του, έκανε δείπνο στους μεγιστάνες του και στους χιλίαρχους και στους πρώτους τής Γαλιλαίας,
22. και μπήκε μέσα η θυγατέρα αυτής τής Ηρωδιάδας, και χόρεψε, και άρεσε στον Ηρώδη και στους συγκαθήμενους, ο βασιλιάς είπε στο κοριτσάκι: Ζήτησέ μου ό,τι και αν θέλεις, και θα σου το δώσω.
23. Και της ορκίστηκε ότι: Θα σου δώσω ό,τι μου ζητήσεις, μέχρι το μισό τού βασιλείου μου.
24. Και εκείνη, βγαίνοντας έξω, είπε στη μητέρα της: Τι να ζητήσω; Και εκείνη είπε: Το κεφάλι τού Ιωάννη τού Βαπτιστή.
25. Κι αμέσως, μπαίνοντας με βιασύνη μέσα στον βασιλιά, ζήτησε, λέγοντας: Θέλω να μου δώσεις αμέσως, επάνω σε πιάτο, το κεφάλι τού Ιωάννη τού Βαπτιστή.
26. Και ο βασιλιάς, αν και λυπήθηκε πολύ, εξαιτίας όμως των όρκων και των συγκαθήμενων, δεν θέλησε να απορρίψει το αίτημά της.
27. Κι αμέσως, ο βασιλιάς στέλνοντας έναν δήμιο, πρόσταξε να φερθεί το κεφάλι του.
28. Και εκείνος, αφού αναχώρησε, τον αποκεφάλισε μέσα στη φυλακή· και έφερε το κεφάλι του επάνω σε πιάτο, και το έδωσε στο κοριτσάκι· και το κοριτσάκι το έδωσε στη μητέρα του.
29. Και ακούγοντας αυτό οι μαθητές του, ήρθαν και σήκωσαν το πτώμα του, και το έβαλαν μέσα σε μνήμα.
30. Και συγκεντρώνονται οι απόστολοι κοντά στον Ιησού, και του ανήγγειλαν τα πάντα, και όσα έπραξαν και όσα δίδαξαν.
31. Και τους είπε: Ελάτε εσείς οι ίδιοι ιδιαιτέρως σε έναν ερημικό τόπο, και αναπαύεστε λίγο· επειδή, ήσαν πολλοί εκείνοι που έρχονταν και έφευγαν, και δεν ευκαιρούσαν ούτε να φάνε.
32. Και πήγαν με το πλοίο σε έναν ερημικό τόπο, μόνοι τους.
33. Και καθώς πήγαιναν, τους είδαν τα πλήθη, και πολλοί τον αναγνώρισαν· και πεζοπορώντας έτρεξαν εκεί μαζί, από όλες τις πόλεις, και, φτάνοντας πριν απ' αυτούς, συγκεντρώθηκαν κοντά του.
34. Και βγαίνοντας ο Ιησούς έξω, είδε ένα μεγάλο πλήθος, και σπλαχνίστηκε γι' αυτούς, επειδή ήσαν σαν πρόβατα που δεν είχαν ποιμένα· και άρχισε να τους διδάσκει πολλά.
35. Και επειδή είχε ήδη περάσει πολλή ώρα, πλησιάζοντάς τον οι μαθητές του, λένε, ότι: Ο τόπος είναι ερημικός, και έχει περάσει ήδη πολλή ώρα·
36. απόλυσέ τους, για να πάνε στα γύρω χωράφια και τις κωμοπόλεις, και να αγοράσουν για τον εαυτό τους ψωμιά· επειδή, δεν έχουν τι να φάνε.
37. Και εκείνος, απαντώντας σ' αυτούς, είπε: Δώστε τους εσείς να φάνε. Και του λένε: Να πάμε να αγοράσουμε ψωμιά για 200 δηνάρια, και να τους δώσουμε να φάνε;
38. Και εκείνος λέει σ' αυτούς: Πόσα ψωμιά έχετε; Πηγαίνετε και δείτε. Και αφού είδαν, λένε: Πέντε, και δύο ψάρια.
39. Και τους πρόσταξε όλους να καθίσουν επάνω στο χλωρό χορτάρι συντροφιές-συντροφιές.
40. Και κάθισαν κατά ομάδες, ανά 100 και ανά 50.
41. Και παίρνοντας τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, αφού κοίταξε στον ουρανό, ευλόγησε και έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια, και έδινε στους μαθητές του, για να βάλουν μπροστά τους· και μοίρασαν σε όλους τα δύο ψάρια.
42. Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν.
43. Και σήκωσαν από τα κομμάτια δώδεκα κοφίνια γεμάτα, και από τα ψάρια.
44. Και εκείνοι που έφαγαν τα ψωμιά ήσαν 5.000 άνδρες.
45. Κι αμέσως ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν μέσα στο πλοίο, και να προηγηθούν στην αντίπερα όχθη κοντά στη Βηθσαϊδά, μέχρις ότου αυτός απολύσει το πλήθος.
46. Και όταν τους απέλυσε, πήγε στο βουνό να προσευχηθεί.
47. Και όταν έγινε βράδυ, το πλοίο βρισκόταν στο μέσον τής θάλασσας, κι αυτός ήταν μόνος επάνω στη γη.
48. Και τους είδε να βασανίζονται στο να κωπηλατούν· επειδή, ο άνεμος ήταν ενάντια σ' αυτούς· και κατά την τέταρτη φυλακή τής νύχτας έρχεται προς αυτούς, περπατώντας επάνω στη θάλασσα· και ήθελε να τους προσπεράσει.
49. Και εκείνοι, όταν τον είδαν να περπατάει επάνω στη θάλασσα, νόμισαν ότι είναι φάντασμα, και έβγαλαν δυνατές κραυγές.
50. Επειδή, όλοι τον είδαν και ταράχτηκαν. Κι αμέσως μίλησε μαζί τους, και τους λέει: Έχετε θάρρος· εγώ είμαι, μη φοβάστε.
51. Και ανέβηκε προς αυτούς στο πλοίο· και σταμάτησε ο άνεμος. Και εκπλήττονταν μέσα τους σε αρκετά μεγάλο βαθμό, και θαύμαζαν.
52. Επειδή, από τα ψωμιά δεν κατάλαβαν, για τον λόγο ότι η καρδιά τους ήταν πωρωμένη.
53. Και διαπέρασαν και ήρθαν στη γη Γεννησαρέτ, και αγκυροβόλησαν.
54. Και καθώς βγήκαν από το πλοίο, αμέσως μόλις τον αναγνώρισαν,
55. έτρεξαν σε όλα τα περίχωρα εκείνα, και άρχισαν να κουβαλούν τούς αρρώστους επάνω στα κρεβάτια, όπου άκουγαν ότι είναι εκεί.
56. Και όπου έμπαινε μέσα στις κωμοπόλεις ή τις πόλεις ή τα χωράφια, έβαζαν όσους ασθενούσαν στις αγορές, και τον παρακαλούσαν να αγγίξουν έστω το κράσπεδο του ιματίου του· και όσοι το άγγιζαν, θεραπεύονταν.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 07
Μάρκος 7
1. Και συγκεντρώνονται κοντά του οι Φαρισαίοι, και μερικοί από τους γραμματείς, που είχαν έρθει από τα Ιεροσόλυμα.
2. Και βλέποντας μερικούς από τους μαθητές του να τρώνε ψωμιά με μολυσμένα τα χέρια, δηλαδή άπλυτα, τους κατηγόρησαν·
3. (επειδή, οι Φαρισαίοι, και όλοι οι Ιουδαίοι, αν δεν πλύνουν τα χέρια μέχρι τον αγκώνα, δεν τρώνε, κρατώντας την παράδοση των πρεσβυτέρων·
4. και επιστρέφοντας από την αγορά, αν δεν πλυθούν, δεν τρώνε· είναι και πολλά άλλα που παρέλαβαν να τηρούν, πλύσεις ποτηριών, και ξύλινων δοχείων, και χάλκινων σκευών, και κρεβατιών)·
5. έπειτα, οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς τον ρωτούν: Γιατί οι μαθητές σου δεν περπατούν σύμφωνα με την παράδοση των πρεσβυτέρων, αλλά τρώνε ψωμί με άπλυτα χέρια;
6. Και εκείνος, απαντώντας, είπε σ' αυτούς, ότι: Καλά προφήτευσε ο Ησαϊας για σας τους υποκριτές, όπως είναι γραμμένο: «Ο λαός αυτός με τιμάει με τα χείλη, η καρδιά τους όμως απέχει μακριά από μένα·
7. και μάταια με σέβονται, διδάσκοντας διδασκαλίες, εντολές ανθρώπων».
8. Επειδή, ενώ αφήσατε την εντολή τού Θεού, κρατάτε την παράδοση των ανθρώπων, πλύσεις ξύλινων δοχείων και ποτηριών, και άλλα πολλά τέτοια παρόμοια κάνετε.
9. Και τους έλεγε: Ωραία αθετείτε την εντολή του Θεού, για να τηρείτε την παράδοσή σας.
10. Επειδή, ο Μωυσής είπε: «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Και: «Όποιος κακολογεί τον πατέρα ή τη μητέρα, να θανατώνεται οπωσδήποτε».
11. Εσείς, όμως, λέτε: Αν κάποιος άνθρωπος πει στον πατέρα ή στη μητέρα: Κορβάν, δηλαδή, δώρο είναι, ό,τι αν επρόκειτο να ωφεληθείς από μένα, αυτό αρκεί·
12. και δεν τον αφήνετε τίποτε να κάνει στον πατέρα του ή στη μητέρα του,
13. ακυρώνοντας τον λόγο τού Θεού εξαιτίας τής παράδοσής σας, που παραδώσατε· και κάνετε πολλά τέτοια παρόμοια.
14. Και προσκαλώντας ολόκληρο το πλήθος, τους έλεγε: Ακούτε με όλοι, και καταλαβαίνετε·
15. δεν υπάρχει τίποτε που, απέξω από τον άνθρωπο, μπαίνει μέσα του, το οποίο μπορεί να τον μολύνει, αλλά αυτά που βγαίνουν απ' αυτόν, εκείνα είναι που μολύνουν τον άνθρωπο.
16. Αυτός που έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.
17. Και όταν από το πλήθος μπήκε μέσα σε ένα σπίτι, οι μαθητές του τον ρωτούσαν για την παραβολή.
18. Και τους λέει: Έτσι ασύνετοι είστε κι εσείς; Δεν καταλαβαίνετε ότι κάθε τι απέξω, που μπαίνει μέσα στον άνθρωπο, δεν μπορεί να τον μολύνει;
19. Επειδή, δεν μπαίνει μέσα στην καρδιά του, αλλά στην κοιλιά· και αποβάλλεται στο αποχωρητήριο, καθαρίζοντας όλα τα φαγητά.
20. Έλεγε, μάλιστα, ότι: Αυτό που βγαίνει από μέσα από τον άνθρωπο, εκείνο μολύνει τον άνθρωπο·
21. επειδή, από μέσα από την καρδιά των ανθρώπων βγαίνουν οι κακοί συλλογισμοί, μοιχείες, πορνείες, φόνοι,
22. κλοπές, πλεονεξίες, πονηρίες, δόλος, ασέλγεια, πονηρό βλέμμα, βλασφημία, υπερηφάνεια, αφροσύνη.
23. Όλα αυτά τα πονηρά βγαίνουν από μέσα, και μολύνουν τον άνθρωπο.
24. Και αφού σηκώθηκε από εκεί, πήγε στα όρια της Τύρου και της Σιδώνας· και μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, δεν ήθελε να το μάθει αυτό κανένας· δεν μπόρεσε, όμως, να κρυφτεί.
25. Επειδή, μια γυναίκα, της οποίας το κοριτσάκι είχε ακάθαρτο πνεύμα, ακούγοντας γι' αυτόν, ήρθε και έπεσε κοντά στα πόδια του.
26. Και η γυναίκα ήταν Ελληνίδα, Συροφοινίκισσα το γένος· και τον παρακαλούσε να βγάλει το δαιμόνιο από τη θυγατέρα της.
27. Και ο Ιησούς τής είπε: Άφησε πρώτα να χορτάσουν τα παιδιά, επειδή δεν είναι καλό να πάρει κάποιος το ψωμί των παιδιών, και να το ρίξει στα σκυλάκια.
28. Και εκείνη απάντησε και του λέει: Ναι, Κύριε· αλλά, και τα σκυλάκια κάτω από το τραπέζι τρώνε από τα ψίχουλα των παιδιών.
29. Και της είπε: Γι' αυτό τον λόγο, πήγαινε· το δαιμόνιο βγήκε από τη θυγατέρα σου.
30. Και όταν πήγε στο σπίτι της, βρήκε ότι το δαιμόνιο είχε βγει, και τη θυγατέρα της να είναι ξαπλωμένη επάνω στο κρεβάτι.
31. Και πάλι, αφού βγήκε από τα όρια της Τύρου και της Σιδώνας, ήρθε κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, ανάμεσα στα όρια της Δεκάπολης.
32. Και του φέρνουν έναν δύσλαλο κωφόν· και τον παρακαλούν να βάλει το χέρι επάνω του.
33. Και παίρνοντάς τον ιδιαιτέρως από τον όχλο, έβαλε τα δάχτυλά του στα αυτιά του· και αφού έφτυσε, άγγιξε τη γλώσσα του·
34. και βλέποντας επάνω στον ουρανό, στέναξε, και του λέει: ΕΦΦΑΘΑ, δηλαδή, να ανοιχτείς.
35. Κι αμέσως άνοιξαν τα αυτιά του· και λύθηκε το δέσιμο της γλώσσας του, και μιλούσε ορθά.
36. Και τους παρήγγειλε να μη το πουν σε κανέναν· όμως, όσο αυτός τούς το παράγγελνε, τόσο περισσότερο εκείνοι το διακήρυτταν.
37. Και εκπλήττονταν υπερβολικά, λέγοντας: Καλά έπραξε τα πάντα· και τους κωφούς κάνει να ακούν, και τους άλαλους να μιλούν.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 08
Μάρκος 8
1. ΚΑΤΑ τις ημέρες εκείνες, επειδή υπήρχε ένα πολύ μεγάλο πλήθος, και δεν είχαν τι να φάνε, ο Ιησούς προσκαλώντας τους μαθητές του, τους λέει:
2. Σπλαχνίζομαι για το πλήθος, για τον λόγο ότι μένουν κοντά μου τρεις ημέρες ήδη, και δεν έχουν τι να φάνε·
3. και αν τους απολύσω στα σπίτια τους νηστικούς, θα αποκάμουν στον δρόμο· επειδή, μερικοί απ' αυτούς ήρθαν από μακριά.
4. Και οι μαθητές του αποκρίθηκαν σ' αυτόν: Από πού θα μπορέσει κανείς να τους χορτάσει με ψωμιά εδώ επάνω στην ερημιά;
5. Και τους ρώτησε: Πόσα ψωμιά έχετε; Και εκείνοι είπαν: Επτά.
6. Και πρόσταξε το πλήθος να καθίσουν στη γη· και παίρνοντας τα επτά ψωμιά, αφού ευχαρίστησε, έκοψε και έδινε στους μαθητές του, για να τα βάλουν μπροστά στο πλήθος· και εκείνοι τα έβαζαν.
7. Είχαν και λίγα ψαράκια· και αφού ευλόγησε, είπε να τα βάλουν κι αυτά.
8. Και έφαγαν και χόρτασαν· και σήκωσαν περισσεύματα από τα κομμάτια, επτά μεγάλα ψαροκόφινα.
9. Και εκείνοι που έφαγαν ήσαν περίπου 4.000· και τους απέλυσε.
10. Κι αμέσως, αφού μπήκε μέσα στο πλοίο μαζί με τους μαθητές του, ήρθε στα μέρη τής Δαλμανουθά.
11. Και βγήκαν οι Φαρισαίοι, και άρχισαν να του κάνουν ερωτήσεις, και του ζητούσαν ένα σημείο από τον ουρανό, πειράζοντάς τον.
12. Τότε, ο Ιησούς αναστενάζοντας από την καρδιά του, λέει: Γιατί αυτή η γενεά ζητάει σημείο; Σας διαβεβαιώνω: Σημείο δεν θα δοθεί σ' αυτή τη γενεά.
13. Και αφήνοντάς τους, μπήκε πάλι μέσα στο πλοίο, και αναχώρησε στην αντίπερα όχθη.
14. Και ξέχασαν να πάρουν ψωμιά, και δεν είχαν μαζί τους μέσα στο πλοίο, παρά μονάχα ένα ψωμί.
15. Και τους παράγγελνε, λέγοντας: Βλέπετε, προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και το προζύμι τού Ηρώδη.
16. Και σκέφτονταν αναμεταξύ τους, λέγοντας, ότι: Δεν έχουμε ψωμιά.
17. Και όταν ο Ιησούς κατάλαβε, τους λέει: Τι σκέφτεστε ότι δεν έχετε ψωμιά· δεν αντιλαμβάνεστε ακόμα ούτε καταλαβαίνετε; Πωρωμένη έχετε ακόμα την καρδιά σας;
18. Έχοντας μάτια, δεν βλέπετε; Και έχοντας αυτιά, δεν ακούτε; Και δεν θυμάστε;
19. Όταν έκοψα τα πέντε ψωμιά στους 5.000 ανθρώπους, πόσα κοφίνια σηκώσατε γεμάτα με κομμάτια; Του λένε: Δώδεκα.
20. Και όταν τα επτά στους 4.000 ανθρώπους, πόσα ψαροκόφινα σηκώσατε γεμάτα με κομμάτια; Και εκείνοι είπαν: Επτά.
21. Και τους έλεγε: Πώς δεν καταλαβαίνετε;
22. Και έρχεται στη Βηθσαϊδά· και του φέρνουν έναν τυφλό, και τον παρακαλούν να τον αγγίξει.
23. Και πιάνοντας το χέρι τού τυφλού, τον έφερε έξω από την κωμόπολη· και αφού έφτυσε στα μάτια του, έβαλε επάνω του τα χέρια, και τον ρωτούσε αν βλέπει κάτι.
24. Και κοιτάζοντας προς τα πάνω, έλεγε: Βλέπω τούς ανθρώπους, ότι σαν δέντρα βλέπω, να περπατούν.
25. Έπειτα, έβαλε πάλι τα χέρια επάνω στα μάτια του, και τον έκανε να ξαναδεί· και η όρασή του αποκαταστάθηκε, και είδε καθαρά όλους.
26. Και τον έστειλε στο σπίτι του, λέγοντας: Ούτε μέσα στην κωμόπολη να μπεις ούτε να το πεις αυτό σε κάποιον μέσα στην κωμόπολη.
27. Και βγήκε έξω ο Ιησούς και οι μαθητές του στις κωμοπόλεις τής Καισαρείας του Φιλίππου· και στον δρόμο ρωτούσε τούς μαθητές του, λέγοντάς τους: Για ποιον με λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;
28. Και εκείνοι αποκρίθηκαν: Για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή· και άλλοι, για τον Ηλία· άλλοι δε για έναν από τους προφήτες.
29. Κι αυτός τούς λέει: Εσείς, όμως, για ποιον με λέτε ότι είμαι;  Και απαντώντας ο Πέτρος, του λέει: Εσύ είσαι ο Χριστός.
30. Και τους παρήγγειλε με αυστηρότητα να μη λένε σε κανέναν γι' αυτόν.
31. Και άρχισε να τους διδάσκει ότι ο Υιός τού ανθρώπου πρέπει να πάθει πολλά, και να καταφρονηθεί από τους πρεσβύτερους και τους αρχιερείς και τους γραμματείς, και να θανατωθεί, και μετά από τρεις ημέρες να αναστηθεί.
32. Και μιλούσε τον λόγο φανερά. Και ο Πέτρος παίρνοντάς τον ιδιαιτέρως, άρχισε να τον επιτιμάει.
33. Και εκείνος, αφού στράφηκε προς τα πίσω, και είδε τους μαθητές του, επιτίμησε τον Πέτρο, λέγοντας: Πήγαινε πίσω μου, σατανά· επειδή, δεν φρονείς τα πράγματα του Θεού, αλλά τα πράγματα των ανθρώπων.
34. Και αφού προσκάλεσε το πλήθος μαζί με τους μαθητές του, τους είπε: Όποιος θέλει νάρθει πίσω από μένα, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, και ας σηκώσει τον σταυρό του, και ας με ακολουθεί.
35. Επειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας τού ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει.
36. Επειδή, τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, ζημιωθεί όμως την ψυχή του;
37. Ή, τι θα δώσει ο άνθρωπος σε ανταλλαγή τής ψυχής του;
38. Δεδομένου ότι, όποιος ντραπεί για μένα και για τα λόγια μου σ' αυτή τη γενεά, τη μοιχαλίδα και αμαρτωλή, και ο Υιός τού ανθρώπου θα ντραπεί γι' αυτόν, όταν έρθει στη δόξα τού Πατέρα του μαζί με τους αγγέλους.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 09
Μάρκος 9
1. Και τους έλεγε: Σας διαβεβαιώνω ότι, είναι μερικοί απ' αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο, μέχρις ότου δουν τη βασιλεία τού Θεού να έρχεται με δύναμη.
2. ΚΑΙ ύστερα από έξι ημέρες, παίρνει τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και τους ανεβάζει, σε ένα ψηλό βουνό, μόνους, κατ' ιδίαν· και μεταμορφώθηκε μπροστά τους.
3. Και τα ιμάτιά του έγιναν αστραφτερά, λευκά σε υπερβολικό βαθμό, σαν χιόνι, που λευκαντής επάνω στη γη δεν μπορεί να λευκάνει.
4. Και φάνηκε σ' αυτούς ο Ηλίας μαζί με τον Μωυσή· και συνομιλούσαν με τον Ιησού.
5. Και αποκρινόμενος ο Πέτρος λέει στον Ιησού: Ραββί, είναι καλό να είμαστε εδώ· και ας κάνουμε τρεις σκηνές, μία για σένα, και μία για τον Μωυσή, και μία για τον Ηλία.
6. Επειδή, δεν ήξερε τι να πει· για τον λόγο ότι, ήσαν φοβισμένοι.
7. Και μια νεφέλη τούς επισκίασε· και ήρθε μια φωνή από τη νεφέλη, λέγοντας: Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός· αυτόν να ακούτε.
8. Και ξαφνικά, κοιτάζοντας ολόγυρα, δεν είδαν πλέον κανέναν, αλλά τον Ιησού μόνον μαζί τους.
9. Και ενώ κατέβαιναν από το βουνό, τους παρήγγειλε να μη διηγηθούν σε κανέναν όσα είδαν, παρά μονάχα όταν ο Υιός τού ανθρώπου αναστηθεί από τους νεκρούς.
10. Και φύλαξαν μέσα τους τον λόγο, συζητούντες μεταξύ τους, τι σημαίνει το να αναστηθεί από τους νεκρούς.
11. Και τον ρωτούσαν, λέγοντας: Γιατί οι γραμματείς λένε ότι πρέπει νάρθει πρώτα ο Ηλίας;
12. Και εκείνος απαντώντας είπε σ' αυτούς: Ο Ηλίας μεν, αφού έρθει πρώτα, αποκαθιστά τα πάντα· και ότι για τον Υιό τού ανθρώπου είναι γραμμένο, ότι πρέπει να πάθει πολλά, και να εξουθενωθεί.
13. Σας λέω, όμως, ότι ο Ηλίας ήρθε, και του έκαναν όσα θέλησαν, καθώς είναι γραμμένο γι' αυτόν.
14. Και όταν ήρθε στους μαθητές του, είδε γύρω τους ένα μεγάλο πλήθος, και γραμματείς να κάνουν συζητήσεις μαζί τους.
15. Κι αμέσως, ολόκληρο το πλήθος, μόλις τον είδε, έμεινε έκθαμβο, και τρέχοντας κοντά του τον χαιρετούσαν.
16. Και ρώτησε τους γραμματείς: Τι συζητάτε μαζί τους;
17. Και απαντώντας ένας από το πλήθος, είπε: Δάσκαλε, έφερα σε σένα τον γιο μου, που έχει πνεύμα άλαλο·
18. και όπου τον πιάσει, τον σπαράζει· και αφρίζει, και τρίζει τα δόντια του, και μένει ξερός· και είπα στους μαθητές σου να το βγάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν.
19. Κι εκείνος απαντώντας σ' αυτόν, λέει: Ω, γενεά άπιστη, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας; Μέχρι πότε θα σας υπομένω; Φέρτε τον σε μένα.
20. Και τον έφεραν σ' αυτόν· και καθώς τον είδε, το πνεύμα αμέσως τον σπάραξε· και πέφτοντας επάνω στη γη, κυλιόταν αφρίζοντας.
21. Και ρώτησε τον πατέρα του: Πόσος καιρός είναι αφ' ότου τού συνέβηκε αυτό; Και εκείνος είπε: Από παιδί.
22. Και πολλές φορές τον έρριξε και σε φωτιά και στα νερά, για να τον εξολοθρεύσει· αλλά, αν μπορείς κάτι, βοήθησέ μας, δείχνοντας σπλάχνα επάνω μας.
23. Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν, το: Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ' αυτόν που πιστεύει.
24. Κι αμέσως ο πατέρας τού παιδιού, κράζοντας με δάκρυα, έλεγε: Πιστεύω, Κύριε· βοήθα με στην απιστία μου.
25. Και ο Ιησούς βλέποντας ότι τρέχει προς τα εκεί κόσμος, επιτίμησε το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντας σ' αυτό: Το πνεύμα, το άλαλο και το κουφό, εγώ σε προστάζω: Βγες απ' αυτόν, και στο εξής μη μπεις μέσα σ' αυτόν.
26. Και το πνεύμα, αφού έκραξε, και τον σπάραξε πολύ, βγήκε· και έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί έλεγαν ότι πέθανε.
27. Ο Ιησούς, όμως, πιάνοντάς τον από το χέρι, τον σήκωσε· και σηκώθηκε.
28. Και όταν μπήκε μέσα σ' ένα σπίτι, οι μαθητές του τον ρωτούσαν κατ' ιδίαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε;
29. Και τους είπε: Αυτό το γένος δεν μπορεί να βγει με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μονάχα με προσευχή και νηστεία.
30. Και βγαίνοντας από εκεί, διάβαιναν διαμέσου τής Γαλιλαίας· και δεν ήθελε να το μάθει κανένας.
31. Επειδή, δίδασκε τους μαθητές του, και τους έλεγε ότι: Ο Υιός τού ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια ανθρώπων, και θα τον θανατώσουν· και αφού θανατωθεί, την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.
32. Εκείνοι, όμως, δεν καταλάβαιναν τον λόγο, και φοβόνταν να τον ρωτήσουν.
33. Και ήρθε στην Καπερναούμ· και όταν μπήκαν μέσα στο σπίτι, τους ρωτούσε: Τι συζητούσατε στον δρόμο μεταξύ σας;
34. Κι εκείνοι σιωπούσαν· επειδή, στον δρόμο συζήτησαν μεταξύ τους, ποιος είναι ο μεγαλύτερος.
35. Και αφού κάθησε, κάλεσε τους δώδεκα και τους λέει: Όποιος θέλει να είναι πρώτος, θα είναι τελευταίος όλων, και υπηρέτης όλων.
36. Και παίρνοντας ένα παιδάκι, το έστησε ανάμεσά τους· και αφού το αγκάλιασε, τους είπε:
37. Όποιος δεχθεί ένα από τα παιδιά αυτά στο όνομά μου, δέχεται εμένα· και όποιος δεχθεί εμένα, δεν δέχεται εμένα, αλλά εκείνον που με απέστειλε.
38. Και ο Ιωάννης αποκρίθηκε σ' αυτόν, λέγοντας: Δάσκαλε, είδαμε κάποιον να βγάζει δαιμόνια στο όνομά σου, ο οποίος δεν μας ακολουθεί· και τον εμποδίσαμε, επειδή δεν μας ακολουθεί.
39. Και ο Ιησούς είπε: Μη τον εμποδίζετε· επειδή, δεν υπάρχει κανένας που θα κάνει θαύμα στο όνομά μου, και θα μπορέσει αμέσως να με κακολογήσει·
40. δεδομένου ότι, όποιος δεν είναι εναντίον μας, είναι με το μέρος μας.
41. Επειδή, όποιος σας ποτίσει ένα ποτήρι κρύο νερό στο όνομά μου, για τον λόγο ότι είστε τού Χριστού, σας διαβεβαιώνω, δεν θα χάσει τον μισθό του.
42. Και όποιος σκανδαλίσει ένα απ' αυτά τα μικρά, που πιστεύουν σε μένα, τον συμφέρει καλύτερα να περιδεθεί μια μυλόπετρα γύρω από τον λαιμό του, και να ριχτεί στη θάλασσα.
43. Και αν το χέρι σου σε σκανδαλίζει, κόψ' το· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη ζωή κουλός, παρά έχοντας τα δύο χέρια να πας στη γέεννα, στην ακατάσβεστη φωτιά·
44. όπου «το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει, και η φωτιά δεν σβήνει».
45. Και αν το πόδι σου σε σκανδαλίζει, κόψ' το· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη ζωή κουτσός, παρά έχοντας τα δύο πόδια να ριχτείς στη γέεννα, στην ακατάσβεστη φωτιά·
46. όπου «το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει, και η φωτιά δεν σβήνει».
47. Και αν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλ' το· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη βασιλεία τού Θεού μονόφθαλμος, παρά έχοντας δύο μάτια να ριχτείς στη γέεννα της φωτιάς·
48. όπου «το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει, και η φωτιά δεν σβήνει».
49. Επειδή, καθένας θα αλατιστεί με φωτιά, και κάθε θυσία θα αλατιστεί με αλάτι.
50. Το αλάτι είναι καλό· αν, όμως, το αλάτι γίνει ανάλατο, με τι θα το αρτύσετε; Να έχετε αλάτι μέσα σας, και να ειρηνεύετε αναμεταξύ σας.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 10
Μάρκος 10
1. Και αφού σηκώθηκε από εκεί, έρχεται στα όρια της Ιουδαίας, διαμέσου τής απέναντι πλευράς τού Ιορδάνη· και συγκεντρώνονται πάλι κοντά του πολλά πλήθη· και όπως συνήθιζε, τους δίδασκε ξανά.
2. Και καθώς τον πλησίασαν οι Φαρισαίοι, τον ρώτησαν αν επιτρέπεται στον άνδρα να χωρίσει τη γυναίκα του· πειράζοντάς τον.
3. Και εκείνος, απαντώντας σ' αυτούς, είπε: Τι σας πρόσταξε ο Μωυσής;
4. Και εκείνοι είπαν: Ο Μωυσής επέτρεψε να γράψει έγγραφο διαζυγίου, και να τη χωρίσει.
5. Και απαντώντας ο Ιησούς, είπε σ' αυτούς: Εξαιτίας τής σκληροκαρδίας σας ο Μωυσής έγραψε σε σας αυτή την εντολή·
6. όμως, εξαρχής τής κτίσης, ο Θεός αρσενικό και θηλυκό τούς δημιούργησε.
7. «Εξαιτίας αυτού, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του,
8. και θα είναι οι δύο σε μία σάρκα»· ώστε, δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σάρκα.
9. Εκείνο, λοιπόν, που ο Θεός συνένωσε, άνθρωπος ας μη χωρίζει.
10. Και πάλι μέσα στο σπίτι, οι μαθητές του τον ρώτησαν για το ίδιο θέμα.
11. Και τους λέει: Όποιος χωρίσει τη γυναίκα του, και νυμφευθεί άλλη, διαπράττει εναντίον της μοιχεία.
12. Και αν μια γυναίκα χωρίσει τον άνδρα της και συνενωθεί με άλλον, διαπράττει μοιχεία.
13. Και του έφεραν παιδάκια, για να τα αγγίξει· οι μαθητές του, όμως, επέπλητταν εκείνους που τα έφερναν.
14. Όμως, ο Ιησούς, βλέποντας αυτό, αγανάκτησε, και τους είπε: Αφήστε τα παιδιά να έρχονται σε μένα, και μη τα εμποδίζετε· επειδή, για τέτοιους είναι η βασιλεία τού Θεού.
15. Σας διαβεβαιώνω: Όποιος δεν δεχθεί τη βασιλεία τού Θεού σαν παιδί, δεν μπορεί να μπει μέσα σ' αυτή.
16. Και αφού τα αγκάλιασε, έβαζε τα χέρια επάνω τους, και τα ευλογούσε.
17. Και ενώ έβγαινε έξω στον δρόμο, κάποιος έτρεξε, και γονατίζοντας μπροστά του, τον ρωτούσε: Δάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;
18. Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Γιατί με λες αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μονάχα ένας, ο Θεός.
19. Ξέρεις τις εντολές: «Μη μοιχεύσεις· Μη φονεύσεις· Μη κλέψεις· Μη ψευδομαρτυρήσεις· Μη αποστερήσεις· Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα».
20. Και εκείνος, απαντώντας, είπε σ' αυτόν: Δάσκαλε, όλα αυτά τα τήρησα από τη νιότη μου.
21. Και ο Ιησούς, αφού τον κοίταξε καλά, τον αγάπησε, και του είπε: Ένα σού λείπει· πήγαινε, πούλησε όσα έχεις, και δώσε στους φτωχούς· και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό· και έλα, ακολούθα με , αφού σηκώσεις τον σταυρό.
22. Εκείνος, όμως, γινόμενος σκυθρωπός εξαιτίας αυτού τού λόγου, αναχώρησε λυπούμενος· επειδή, είχε πολλά κτήματα.
23. Και ο Ιησούς, κοιτάζοντας ολόγυρα, λέει στους μαθητές του: Πόσο δύσκολα θα μπουν μέσα στη βασιλεία τού Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα;
24. Οι μαθητές, όμως, εκπλήττονταν για τα λόγια του. Και ο Ιησούς απαντώντας πάλι, τους λέει: Παιδιά μου, πόσο δύσκολο είναι να μπουν μέσα στη βασιλεία τού Θεού αυτοί που έχουν το θάρρος τους στα χρήματα;
25. Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα μέσα από τη βελονότρυπα, παρά πλούσιος να μπει μέσα στη βασιλεία τού Θεού.
26. Και εκείνοι εκπλήττονταν υπερβολικά, λέγοντας αναμεταξύ τους: Και ποιος μπορεί να σωθεί;
27. Και ο Ιησούς κοιτάζοντάς τους καλά, λέει: Στους ανθρώπους είναι αδύνατο, όχι όμως και στον Θεό· επειδή, τα πάντα είναι δυνατά στον Θεό.
28. Και ο Πέτρος άρχισε να του λέει: Δες, εμείς τα αφήσαμε όλα, και σε ακολουθήσαμε.
29. Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε: Σας διαβεβαιώνω, δεν υπάρχει κανένας που, ενώ άφησε σπίτι ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια εξαιτίας μου, και εξαιτίας τού ευαγγελίου,
30. δεν θα πάρει 100 φορές περισσότερα τώρα, σε τούτο τον καιρό, σπίτια και αδελφούς και αδελφές και μητέρες και παιδιά και χωράφια, μαζί με διωγμούς, και στον ερχόμενο αιώνα ζωή αιώνια.
31. Πολλοί, όμως, πρώτοι θα είναι τελευταίοι, και οι τελευταίοι πρώτοι.
32. Και ήσαν στον δρόμο ανεβαίνοντας στα Ιεροσόλυμα· και ο Ιησούς προπορευόταν απ' αυτούς, και θαύμαζαν, και ακολουθώντας φοβόνταν. Και παίρνοντας πάλι τούς δώδεκα, άρχισε να τους λέει τα όσα επρόκειτο να του συμβούν·
33. ότι, δέστε, ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, και ο Υιός τού ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο, και θα τον παραδώσουν στα έθνη·
34. και θα τον εμπαίξουν, και θα τον μαστιγώσουν, και θα φτύσουν επάνω του, και θα τον θανατώσουν· και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.
35. Τότε, έρχονται σ' αυτόν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι τού Ζεβεδαίου, λέγοντας: Δάσκαλε, θέλουμε να κάνεις σ' εμάς ό,τι σου ζητήσουμε.
36. Και εκείνος τούς είπε: Τι θέλετε να κάνω σε σας;
37. Και εκείνοι τού είπαν: Δώσε σ' εμάς να καθίσουμε ο ένας από τα δεξιά σου, και ο άλλος από τα αριστερά σου μέσα στη δόξα σου.
38. Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Δεν ξέρετε τι ζητάτε· μπορείτε να πιείτε το ποτήρι, που εγώ πίνω, και να βαπτιστείτε το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι;
39. Και εκείνοι είπαν σ' αυτόν: Μπορούμε. Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Το ποτήρι μεν, που εγώ πίνω, θα το πιείτε· και το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι, θα βαπτιστείτε·
40. το να καθίσετε, όμως, από τα δεξιά μου και τα αριστερά μου, δεν είναι σε μένα να το δώσω, αλλά σε όσους είναι ετοιμασμένο.
41. Και ακούγοντας οι δέκα, άρχισαν να αγανακτούν για τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη.
42. Και ο Ιησούς, αφού τους κάλεσε κοντά του, τους λέει: Ξέρετε ότι εκείνοι που θεωρούνται άρχοντες των εθνών, τα κατακυριεύουν· και οι μεγάλοι τους, τα κατεξουσιάζουν.
43. Όμως, δεν θα είναι έτσι αναμεταξύ σας· αλλά, όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, θα είναι υπηρέτης σας·
44. και όποιος από σας θέλει να γίνει πρώτος, θα είναι δούλος όλων·
45. επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου δεν ήρθε για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει και να δώσει τη ζωή του λύτρο για πολλούς.
46. Και έρχονται στην Ιεριχώ· και ενώ έβγαινε έξω από την Ιεριχώ αυτός και οι μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος, ο γιος τού Τιμαίου, ο τυφλός Βαρτίμαιος, καθόταν κοντά στον δρόμο ζητώντας ελεημοσύνη·
47. και ακούγοντας ότι είναι ο Ιησούς, ο Ναζωραίος, άρχισε να φωνάζει δυνατά και να λέει: Υιέ τού Δαβίδ, Ιησού, ελέησέ με.
48. Και πολλοί τον επέπλητταν, για να σιωπήσει· εκείνος, όμως, φώναζε πολύ δυνατότερα: Υιέ τού Δαβίδ, ελέησέ με.
49. Και αφού ο Ιησούς στάθηκε, είπε να τον φωνάξουν· και φωνάζουν τον τυφλό, λέγοντάς του: Πάρε θάρρος, σήκω επάνω· σε φωνάζει.
50. Και εκείνος, πετώντας το ιμάτιό του, σηκώθηκε επάνω και ήρθε στον Ιησού.
51. Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, λέει σ' αυτόν: Τι θέλεις να σου κάνω; Και ο τυφλός τού είπε: Ραββουνί, να ανακτήσω το φως μου.
52. Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Πήγαινε· η πίστη σου σε έσωσε. Κι αμέσως ανέκτησε το φως του, και ακολουθούσε στον δρόμο τον Ιησού.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 11
Μάρκος 11
1. ΚΑΙ όταν πλησιάζουν στα Ιεροσόλυμα, στη Βηθφαγή και Βηθανία, κοντά στο βουνό των Ελαιών, στέλνει δύο από τους μαθητές του,
2. και τους λέει: Πηγαίνετε στην κωμόπολη απέναντί σας· κι αμέσως, καθώς θα μπαίνετε μέσα σ' αυτή, θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, επάνω στο οποίο κανένας άνθρωπος δεν έχει καθίσει· λύστε το και φέρτε το·
3. και αν κάποιος σάς πει: Γιατί το κάνετε αυτό; Να πείτε ότι: Ο Κύριος το έχει ανάγκη· κι αμέσως θα το στείλει εδώ.
4. Και πήγαν, και βρήκαν το πουλάρι δεμένο κοντά στην πόρτα, έξω, επάνω στη δίοδο, και το λύνουν.
5. Και μερικοί από εκείνους που στέκονταν εκεί τούς έλεγαν: Τι κάνετε, λύνοντας το πουλάρι;
6. Και εκείνοι τούς είπαν, όπως τους είχε παραγγείλει ο Ιησούς· και τους άφησαν.
7. Και έφεραν το πουλάρι στον Ιησού, και έβαλαν επάνω του τα ιμάτιά τους· και κάθισε επάνω του.
8. Και πολλοί έστρωσαν τα ιμάτιά τους στον δρόμο· άλλοι μάλιστα έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα, και έστρωναν στον δρόμο.
9. Και εκείνοι που προπορεύονταν και εκείνοι που ακολουθούσαν έκραζαν, λέγοντας: Ωσαννά, ευλογημένος αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου·
10. ευλογημένη η βασιλεία τού πατέρα μας Δαβίδ, που έρχεται στο όνομα του Κυρίου· Ωσαννά εν τοις υψίστοις.
11. Και μπήκε μέσα στα Ιεροσόλυμα και στο ιερό· και αφού τα κοίταξε ολόγυρα όλα, επειδή η ώρα ήταν ήδη κοντά στο δειλινό, βγήκε έξω στη Βηθανία μαζί με τους δώδεκα.
12. Και την επόμενη ημέρα, αφού βγήκαν από τη Βηθανία, πείνασε.
13. Και βλέποντας από μακριά μια συκιά να έχει φύλλα, ήρθε μη τυχόν βρει σ' αυτή κάτι· και μόλις ήρθε κοντά της, δεν βρήκε τίποτε, παρά μονάχα φύλλα· επειδή, δεν ήταν καιρός των σύκων.
14. Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε σ' αυτή: Κανένας πλέον, στον αιώνα, να μη φάει καρπό από σένα. Και το άκουγαν αυτό οι μαθητές του.
15. Και έρχονται στα Ιεροσόλυμα· και ο Ιησούς μπαίνοντας μέσα στο ιερό, άρχισε να βγάζει έξω αυτούς που πουλούσαν κι αυτούς που αγόραζαν μέσα στο ιερό· και αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών, και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν τα περιστέρια·
16. και δεν άφηνε να περάσει κάποιος με σκεύος διαμέσου τού ιερού.
17. Και δίδασκε, λέγοντάς τους: Δεν είναι γραμμένο ότι: «Ο οίκος μου θα ονομάζεται οίκος προσευχής για όλα τα έθνη»; Εσείς, όμως, τον κάνατε «σπήλαιο ληστών».
18. Και οι γραμματείς και οι αρχιερείς άκουσαν, και ζητούσαν πώς να τον εξοντώσουν· επειδή, τον φοβόνταν, για τον λόγο ότι ολόκληρο το πλήθος έμενε έκπληκτο από τη διδασκαλία του.
19. Και όταν έγινε βράδυ, έβγαινε έξω από την πόλη.
20. Και το πρωί, καθώς διάβαιναν, είδαν τη συκιά ξεραμένη από τη ρίζα.
21. Κι ο Πέτρος, καθώς το θυμήθηκε, του είπε: Ραββί, δες, η συκιά, που καταράστηκες, ξεράθηκε.
22. Και ο Ιησούς, απαντώντας, λέει σ' αυτούς: Έχετε πίστη Θεού.
23. Επειδή, σας διαβεβαιώνω, ότι όποιος πει σ' αυτό το βουνό: Σήκω και πέσε μέσα στη θάλασσα, και δεν διστάσει στην καρδιά του, αλλά πιστέψει ότι εκείνα που λέει γίνονται, θα γίνει σ' αυτόν ό,τι και αν πει.
24. Γι' αυτό, σας λέω: Όλα όσα ζητάτε, καθώς προσεύχεστε, πιστεύετε ότι τα παίρνετε, και θα γίνει σε σας.
25. Και όταν στέκεστε προσευχόμενοι, συγχωρείτε, αν έχετε κάτι εναντίον κάποιου, για να συγχωρήσει σε σας και ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς τα δικά σας παραπτώματα.
26. Αν, όμως, εσείς δεν συγχωρείτε, ούτε ο Πατέρας σας, που είναι στους ουρανούς, θα συγχωρήσει τα αμαρτήματά σας.
27. Και έρχονται ξανά στα Ιεροσόλυμα· και ενώ περπατούσε μέσα στο ιερό, έρχονται σ' αυτόν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι,
28. και του λένε: Με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά; Και ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία για να τα κάνεις;
29. Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε σ' αυτούς: Θέλω και εγώ να σας ρωτήσω έναν λόγο· και απαντήστε μου, και θα σας πω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά.
30. Το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν από τον ουρανό ή από ανθρώπους; Απαντήστε μου.
31. Και σκέπτονταν μέσα τους, λέγοντας: Αν πούμε: Από τον ουρανό, θα μας πει: Γιατί, λοιπόν, δεν πιστέψατε σ' αυτόν;
32. Αλλά, αν πούμε: Από ανθρώπους, φοβόνταν τον λαό· επειδή, όλοι είχαν τον Ιωάννη ότι ήταν πραγματικά προφήτης.
33. Και απαντώντας λένε στον Ιησού: Δεν ξέρουμε. Και ο Ιησούς, απαντώντας, λέει σ' αυτούς: Ούτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 12
Μάρκος 12
1. ΚΑΙ άρχισε να λέει σ' αυτούς με παραβολές: Κάποιος άνθρωπος φύτεψε έναν αμπελώνα, και έβαλε ολόγυρά του φράχτη, και έσκαψε στέρνα για το πατητήρι, και έκτισε έναν πύργο, και τον μίσθωσε σε γεωργούς, και πήγε σε άλλη χώρα.
2. Και κατά τον καιρό των καρπών έστειλε έναν δούλο στους γεωργούς, για να πάρει εκ μέρους των γεωργών από τον καρπό τού αμπελώνα·
3. εκείνοι, όμως, αφού τον έπιασαν, τον έδειραν και τον εξαπέστειλαν αδειανόν.
4. Και τους έστειλε ξανά έναν άλλον δούλο· και εκείνον, αφού τον λιθοβόλησαν, και του πλήγωσαν το κεφάλι, τον εξαπέστειλαν ατιμασμένο.
5. Και έστειλε ξανά έναν άλλον· και εκείνον τον φόνευσαν· και πολλούς άλλους, τους μεν έδειραν, τους δε φόνευσαν.
6. Ακόμα, λοιπόν, έχοντας έναν αγαπητό γιο, τους απέστειλε κι αυτόν, τελευταίον, λέγοντας: Θα ντραπούν τον γιο μου.
7. Εκείνοι, όμως, οι γεωργοί είπαν αναμεταξύ τους ότι: Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε, ας τον φονεύσουμε, και η κληρονομιά θα είναι δική μας.
8. Και αφού τον έπιασαν, τον φόνευσαν, και τον έριξαν έξω από τον αμπελώνα.
9. Τι θα κάνει, λοιπόν, ο κύριος του αμπελώνα; Θάρθει και θα εξολοθρεύσει τούς γεωργούς, και θα δώσει τον αμπελώνα σε άλλους.
10. Ούτε αυτή τη γραφή δεν διαβάσατε: «Η πέτρα που αποδοκίμασαν εκείνοι που οικοδομούν, αυτή έγινε ακρογωνιαία πέτρα·
11. από τον Κύριο έγινε αυτή, και είναι θαυμαστή στα μάτια μας»;
12. Και ζητούσαν να τον πιάσουν· και φοβήθηκαν το πλήθος· επειδή, κατάλαβαν ότι σ' αυτούς είπε την παραβολή· και αφήνοντάς τον, αναχώρησαν.
13. ΚΑΙ στέλνουν σ' αυτόν μερικούς από τους Φαρισαίους και τους Ηρωδιανούς, για να τον παγιδεύσουν σε λόγο·
14. και εκείνοι, καθώς ήρθαν, λένε σ' αυτόν: Δάσκαλε, ξέρουμε ότι είσαι αψευδής, και δεν σε μέλει για κανέναν· επειδή, δεν βλέπεις σε πρόσωπο ανθρώπων, αλλά διδάσκεις αληθινά τον δρόμο τού Θεού· επιτρέπεται να δώσουμε δασμό στον Καίσαρα ή όχι; Να δώσουμε ή να μη δώσουμε;
15. Εκείνος δε, επειδή γνώρισε την υποκρισία τους, είπε σ' αυτούς: Γιατί με πειράζετε; Φέρτε μου ένα δηνάριο, για να δω.
16. Και εκείνοι έφεραν. Και τους λέει: Τίνος είναι αυτή η εικόνα και η επιγραφή; Και εκείνοι τού είπαν: Του Καίσαρα.
17. Και απαντώντας ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Αποδώστε στον Καίσαρα εκείνα που ανήκουν στον Καίσαρα, και στον Θεό εκείνα που ανήκουν στον Θεό. Και θαύμασαν γι' αυτόν.
18. Και έρχονται σ' αυτόν οι Σαδδουκαίοι, που λένε ότι ανάσταση δεν υπάρχει· και τον ρώτησαν, λέγοντας:
19. Δάσκαλε, ο Μωυσής έγραψε σε μας, ότι αν ο αδελφός κάποιου πεθάνει, και αφήσει γυναίκα, και δεν αφήσει παιδιά, ο αδελφός του να πάρει τη γυναίκα του, και να αναστήσει σπέρμα στον αδελφό του.
20. Ήσαν, λοιπόν, επτά αδελφοί· και ο πρώτος πήρε γυναίκα, και πεθαίνοντας δεν άφησε σπέρμα·
21. και την πήρε ο δεύτερος, και πέθανε, και ούτε αυτός άφησε σπέρμα· και ο τρίτος το ίδιο.
22. Και αυτή την πήραν και οι επτά, και δεν άφησαν σπέρμα· τελευταία από όλους πέθανε και η γυναίκα.
23. Κατά την ανάσταση, λοιπόν, όταν αναστηθούν, σε ποιον απ' αυτούς θα είναι γυναίκα; Επειδή, και οι επτά την είχαν πάρει ως γυναίκα.
24. Και απαντώντας ο Ιησούς, τους είπε: Δεν πλανιέστε σε τούτο, μη γνωρίζοντας τις γραφές ούτε τη δύναμη του Θεού;
25. Επειδή, όταν αναστηθούν από τους νεκρούς, ούτε νυμφεύουν ούτε νυμφεύονται· αλλά, είναι σαν άγγελοι, που είναι στους ουρανούς.
26. Για τους νεκρούς, όμως, ότι ανασταίνονται, δεν διαβάσατε στο βιβλίο τού Μωυσή, πώς είπε σ' αυτόν ο Θεός, στην περίπτωση της βάτου, λέγοντας: «Εγώ είμαι ο Θεός τού Αβραάμ, και ο Θεός τού Ισαάκ, και ο Θεός τού Ιακώβ»;
27. Δεν είναι ο Θεός νεκρών, αλλά Θεός ζωντανών· εσείς, λοιπόν, πλανιέστε πολύ.
28. Και πλησιάζοντας ένας από τους γραμματείς, που τους είχε ακούσει να συζητούν, γνωρίζοντας ότι σωστά αποκρίθηκε σ' αυτούς, τον ρώτησε: Ποια εντολή είναι πρώτη απ' όλες;
29. Και ο Ιησούς απάντησε σ' αυτόν ότι: Πρώτη απ' όλες τις εντολές είναι: «Άκου Ισραήλ· ο Κύριος ο Θεός μας είναι ένας Κύριος.
30. Και θα αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου, και με όλη την ψυχή σου, και με όλη τη διάνοιά σου, και με όλη τη δύναμή σου», αυτή είναι η πρώτη εντολή.
31. Και δεύτερη όμοια μ' αυτή είναι: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Άλλη εντολή, μεγαλύτερη απ' αυτές, δεν υπάρχει.
32. Και ο γραμματέας είπε σ' αυτόν: Σωστά, Δάσκαλε, αληθινά είπες, ότι υπάρχει ένας Θεός, και δεν υπάρχει άλλος εκτός απ' αυτόν·
33. και το να τον αγαπάει κάποιος με όλη του την καρδιά, και με όλη του τη σύνεση, και με όλη του την ψυχή, και με όλη του τη δύναμη, και το να αγαπάει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του, είναι περισσότερο από όλα τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες.
34. Και ο Ιησούς βλέποντάς τον ότι απάντησε με φρόνηση, του είπε: Δεν είσαι μακριά από τη βασιλεία τού Θεού. Και κανένας δεν τολμούσε πλέον να τον ρωτήσει.
35. Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, έλεγε, διδάσκοντας μέσα στο ιερό: Πώς λένε οι γραμματείς ότι ο Χριστός είναι γιος τού Δαβίδ;
36. Επειδή, ο ίδιος ο Δαβίδ, διαμέσου τού Πνεύματος του Αγίου, είπε: «Ο Κύριος είπε στον Κύριό μου: Κάθισε στα δεξιά μου, μέχρις ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου».
37. Αυτός, λοιπόν, ο Δαβίδ τον λέει Κύριο· και από πού είναι γιος του; Και το πολύ πλήθος τον άκουγε με ευχαρίστηση.
38. Και στη διδασκαλία του έλεγε σ' αυτούς: Προσέχετε από τους γραμματείς, που θέλουν να περπατούν στολισμένοι, και αγαπούν τούς χαιρετισμούς στις αγορές,
39. και πρωτοκαθεδρίες μέσα στις συναγωγές, και τις πρώτες θέσεις στα δείπνα·
40. οι οποίοι κατατρώνε τα σπίτια των χηρών, και τούτο με πρόφαση ότι κάνουν μεγάλες προσευχές· αυτοί θα έχουν μεγαλύτερη καταδίκη.
41. Και ο Ιησούς, καθώς κάθισε απέναντι από το θησαυροφυλάκιο, παρατηρούσε πώς το πλήθος έβαζε χάλκινα νομίσματα στο θησαυροφυλάκιο· και πολλοί πλούσιοι έβαζαν πολλά.
42. Και όταν ήρθε μια φτωχή χήρα, έβαλε δύο λεπτά, δηλαδή έναν κοδράντη.
43. Και αφού προσκάλεσε τους μαθητές του, τους λέει: Σας διαβεβαιώνω ότι, αυτή η φτωχή χήρα έβαλε περισσότερα απ' όλους όσους έβαλαν στο θησαυροφυλάκιο.
44. Επειδή, όλοι έβαλαν από το περίσσευμά τους· αυτή, όμως, έβαλε από το υστέρημά της όλα όσα είχε, όλη την περιουσία της.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 13
Μάρκος 13
1. ΚΑΙ ενώ έβγαινε από το ιερό, ένας από τους μαθητές του λέει σ' αυτόν: Δάσκαλε, δες, πόσο θαυμάσιες πέτρες και πόσο θαυμάσια οικοδομήματα!
2. Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε σ' αυτόν: Βλέπεις όλα αυτά τα μεγάλα οικοδομήματα; Δεν θα μείνει πέτρα επάνω σε πέτρα, που δεν θα καταγκρεμιστεί.
3. Και ενώ καθόταν στο βουνό των Ελαιών, απέναντι από το ιερό, τον ρωτούσαν κατ' ιδίαν ο Πέτρος και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και ο Ανδρέας:
4. Πες μας, πότε θα γίνουν αυτά, και τι θα είναι το σημείο, όταν όλα αυτά πρόκειται να συντελεστούν;
5. Και ο Ιησούς απαντώντας σ' αυτούς, άρχισε να λέει: Προσέχετε μήπως κάποιος σάς πλανήσει.
6. Επειδή, θάρθουν πολλοί στο όνομά μου, λέγοντας ότι: Εγώ είμαι· και θα πλανήσουν πολλούς.
7. Και όταν ακούσετε πολέμους και φήμες για πολέμους, μη ταράζεστε· επειδή, αυτά πρέπει να γίνουν· όμως, δεν είναι ακόμα το τέλος.
8. Επειδή, θα σηκωθεί έθνος ενάντια σε άλλο έθνος, βασίλειο ενάντια σε άλλο βασίλειο· και θα γίνουν σεισμοί κατά τόπους, και θα γίνουν πείνες και ταραχές. Αυτά είναι αρχές ωδίνων.
9. Εσείς, όμως, να προσέχετε στον εαυτό σας· επειδή, θα σας παραδώσουν σε συνέδρια, και θα σας δείρουν σε συναγωγές, και θα σταθείτε μπροστά σε ηγεμόνες και βασιλιάδες εξαιτίας μου, για μαρτυρία σ' αυτούς.
10. Και πρώτα, πρέπει να κηρυχθεί το ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη.
11. Και όταν σας φέρουν, για να σας παραδώσουν, μη προμεριμνάτε τι θα μιλήσετε ούτε να προμελετάτε· αλλά, ό,τι σας δοθεί κατά την ώρα εκείνη, αυτό να μιλάτε· επειδή, δεν είστε εσείς που μιλάτε, αλλά το Πνεύμα το Άγιο.
12. Μάλιστα, θα παραδώσει αδελφός τον αδελφό σε θάνατο, και πατέρας το παιδί· και θα επαναστατούν τα παιδιά ενάντια στους γονείς, και θα τους θανατώσουν.
13. Και θα είστε μισούμενοι απ' όλους εξαιτίας τού ονόματός μου· και εκείνος που θα έχει υπομείνει μέχρι τέλους, θα σωθεί.
14. Και όταν δείτε το βδέλυγμα της ερήμωσης, αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Δανιήλ, να στέκεται όπου δεν πρέπει (αυτός που διαβάζει, ας καταλαβαίνει), τότε, εκείνοι που είναι στην Ιουδαία, ας φεύγουν στα βουνά·
15. και εκείνος που είναι επάνω στην ταράτσα, ας μη κατέβει στο σπίτι ούτε να μπει μέσα για να πάρει κάτι από το σπίτι του·
16. και όποιος είναι στο χωράφι, ας μη γυρίσει προς τα πίσω για να πάρει το ιμάτιό του.
17. Αλλοίμονο, μάλιστα, σ' αυτές που είναι σε εγκυμοσύνη, και σ' αυτές που θηλάζουν κατά τις ημέρες εκείνες.
18. Και προσεύχεστε η φυγή σας να μη γίνει μέσα σε χειμώνα.
19. Επειδή, εκείνες οι ημέρες θα είναι τέτοια θλίψη, που δεν έχει γίνει από την αρχή τής κτίσης, την οποία ο Θεός έκτισε, μέχρι αυτή την ώρα, ούτε πρόκειται να γίνει.
20. Και αν ο Κύριος δεν συντόμευε τις ημέρες εκείνες, δεν θα σωζόταν καμιά σάρκα· αλλά, χάρη των εκλεκτών, τους οποίους έκλεξε, συντόμευσε τις ημέρες.
21. Και τότε, αν κάποιος σας πει: Να! εδώ είναι ο Χριστός, ή: Να! εκεί, να μη πιστέψετε.
22. Επειδή, θα σηκωθούν ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες· και θα δείξουν σημεία και τέρατα, για να εξαπατούν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς.
23. Εσείς, όμως, να προσέχετε· δέστε, σας τα έχω προείπει όλα.
24. Αλλά, κατά τις ημέρες εκείνες, μετά τη θλίψη εκείνη, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει, και το φεγγάρι δεν θα δώσει το φως του,
25. και τα αστέρια τού ουρανού θα πέφτουν, και οι δυνάμεις, που είναι στους ουρανούς, θα σαλευθούν.
26. Και τότε θα δουν τον Υιό τού ανθρώπου να έρχεται μέσα σε σύννεφα, με πολλή δύναμη και δόξα.
27. Και τότε θα στείλει τούς αγγέλους του, και θα συνάξει τούς εκλεκτούς του από τους 4 ανέμους, από το ένα άκρο τής γης μέχρι το άλλο άκρο τού ουρανού.
28. Και από τη συκιά μάθετε την παραβολή· όταν το κλαδί της γίνει ήδη απαλό, και βγάζει τα φύλλα, ξέρετε ότι το θέρος είναι κοντά.
29. Έτσι κι εσείς, όταν δείτε να γίνονται αυτά, ξέρετε ότι είναι κοντά, στις θύρες.
30. Σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα παρέλθει αυτή η γενεά, μέχρις ότου γίνουν όλα αυτά.
31. Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου, όμως, δεν πρόκειται να παρέλθουν.
32. Όσο για την ημέρα εκείνη και την ώρα δεν γνωρίζει κανένας ούτε οι άγγελοι, που είναι στον ουρανό, ούτε ο Υιός, παρά μονάχα ο Πατέρας.
33. Προσέχετε, αγρυπνείτε, και προσεύχεστε· για τον λόγο ότι, δεν ξέρετε πότε είναι ο καιρός.
34. Επειδή, αυτό θα είναι σαν έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε άλλη χώρα, ο οποίος άφησε το σπίτι του, και έδωσε στους δούλους του την εξουσία, και σε κάθε έναν το έργο του, και στον θυρωρό πρόσταξε να αγρυπνεί.
35. Αγρυπνείτε, λοιπόν· (επειδή, δεν ξέρετε πότε έρχεται ο κύριος του σπιτιού: Το δειλινό ή τα μεσάνυχτα ή όταν λαλεί ο πετεινός ή το πρωί)·
36. μήπως και, όταν έρθει ξαφνικά, σας βρει να κοιμάστε.
37. Και όσα λέω προς εσάς, τα λέω προς όλους: Αγρυπνείτε.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 14
Μάρκος 14
1. ΚΑΙ ύστερα από δύο ημέρες ήταν το Πάσχα και τα άζυμα· και οι αρχιερείς και οι γραμματείς ζητούσαν πώς να τον συλλάβουν με δόλο, και να τον θανατώσουν.
2. Και έλεγαν: Όχι κατά τη διάρκεια της γιορτής, μήπως και γίνει θόρυβος από τον λαό.
3. Και ενώ αυτός ήταν στη Βηθανία, στο σπίτι τού λεπρού Σίμωνα, και καθόταν στο τραπέζι, ήρθε μια γυναίκα, που είχε ένα αλάβαστρο με μύρο, από καθαρή πολύτιμη νάρδο· και συντρίβοντας το αλάβαστρο, έχυσε το μύρο επάνω στο κεφάλι του.
4. Ήσαν, όμως, μερικοί που αγανακτούσαν μέσα τους, και που έλεγαν: Γιατί έγινε αυτή η απώλεια του μύρου;
5. Επειδή, αυτό μπορούσε να πουληθεί για περισσότερα από 300 δηνάρια, και να δοθούν στους φτωχούς· και οργίζονταν εναντίον της.
6. Ο Ιησούς, όμως, είπε: Αφήστε την· γιατί την ενοχλείτε; Καλό έργο έκανε σε μένα.
7. Επειδή, τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας, και όταν θέλετε, μπορείτε να τους ευεργετήσετε· εμένα, όμως, δεν με έχετε πάντοτε.
8. Αυτή ό,τι μπορούσε, το έκανε· πρόλαβε να αλείψει το σώμα μου με μύρο για τον ενταφιασμό.
9. Σας διαβεβαιώνω: Όπου αν κηρυχθεί αυτό το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο, και εκείνο που αυτή έκανε, θα αναφερθεί σε ανάμνησή της.
10. Τότε, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, πήγε στους αρχιερείς, για να τον παραδώσει σ' αυτούς.
11. Και εκείνοι, όταν το άκουσαν, χάρηκαν· και υποσχέθηκαν να του δώσουν αργύρια· και ζητούσε με ποιον τρόπο να τον παραδώσει σε μια κατάλληλη ευκαιρία.
12. Και κατά την πρώτη ημέρα των αζύμων, όταν θυσίαζαν το Πάσχα, οι μαθητές του λένε σ' αυτόν: Πού θέλεις να πάμε και να ετοιμάσουμε για να φας το Πάσχα;
13. Και στέλνει δύο από τους μαθητές του, και τους λέει: Πηγαίνετε στην πόλη· και θα σας συναντήσει ένας άνθρωπος βαστάζοντας ένα σταμνί με νερό· ακολουθήστε τον,
14. και μέσα εκεί όπου μπει, πείτε στον οικοδεσπότη ότι: Ο δάσκαλος λέει: Πού είναι το κατάλυμα όπου θα φάω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου;
15. Κι αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγειο στρωμένο, έτοιμο· εκεί ετοιμάστε για μας.
16. Και οι μαθητές του βγήκαν έξω, και ήρθαν στην πόλη, και βρήκαν καθώς τους είχε πει, και ετοίμασαν το Πάσχα.
17. Και όταν έγινε βράδυ, έρχεται μαζί με τους δώδεκα·
18. και ενώ κάθονταν στο τραπέζι και έτρωγαν, ο Ιησούς είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, ένας από σας θα με παραδώσει, ένας που τρώει μαζί μου.
19. Και εκείνοι άρχισαν να λυπούνται, και να του λένε κάθε ένας ξεχωριστά: Μήπως εγώ; Και άλλος: Μήπως εγώ;
20. Και εκείνος, απαντώντας, είπε σ' αυτούς: Ένας από τους δώδεκα, αυτός που βουτάει το χέρι του μαζί μου μέσα στο πιάτο.
21. Ο μεν Υιός τού ανθρώπου πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο γι' αυτόν· αλλοίμονο, όμως, σ' εκείνον τον άνθρωπο, διαμέσου τού οποίου ο Υιός τού ανθρώπου παραδίνεται· ήταν καλό σ' εκείνον τον άνθρωπο, αν δεν γεννιόταν.
22. Και ενώ έτρωγαν, ο Ιησούς παίρνοντας άρτον, αφού τον ευλόγησε, έκοψε, και έδωσε σ' αυτούς, και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου.
23. Και παίρνοντας το ποτήρι, ευχαρίστησε, και έδωσε σ' αυτούς, και ήπιαν απ' αυτό όλοι.
24. Και τους είπε: Τούτο είναι το αίμα μου, αυτό τής καινούργιας διαθήκης, που χύνεται για χάρη πολλών·
25. σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα πιω πλέον από το γέννημα της αμπέλου, μέχρι την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω αυτό καινούργιο μέσα στη βασιλεία τού Θεού.
26. Και αφού ύμνησαν, βγήκαν έξω στο βουνό των Ελαιών.
27. Και ο Ιησούς λέει σ' αυτούς ότι: Όλοι θα σκανδαλιστείτε με μένα αυτή τη νύχτα· επειδή, είναι γραμμένο: «Θα πατάξω τον ποιμένα, και τα πρόβατα θα διασκορπιστούν».
28. Όταν, όμως, αναστηθώ, θα πάω πριν από σας στη Γαλιλαία.
29. Ο Πέτρος, όμως, του είπε: Και αν όλοι σκανδαλιστούν, εγώ όμως όχι.
30. Και ο Ιησούς λέει σ αυτόν: Σε διαβεβαιώνω ότι, σήμερα, αυτή τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει δύο φορές, θα με αρνηθείς τρεις φορές.
31. Εκείνος, όμως, ακόμα περισσότερο έλεγε: Αν υπάρξει ανάγκη να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε αρνηθώ. Το ίδιο, εξάλλου, έλεγαν και όλοι οι μαθητές.
32. Και έρχονται σε έναν τόπο, που λεγόταν Γεθσημανή· και λέει στους μαθητές του: Καθήστε εδώ, μέχρις ότου προσευχηθώ.
33. Και παίρνει μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη· και άρχισε να συνταράζεται και να αγωνιά.
34. Και τους λέει: Περίλυπη είναι η ψυχή μου μέχρι θανάτου· μείνετε εδώ, και αγρυπνείτε.
35. Και αφού προχώρησε λίγο, έπεσε επάνω στη γη, και προσευχόταν, να περάσει απ' αυτόν, αν είναι δυνατόν, εκείνη η ώρα.
36. Και έλεγε: Αββά, Πατέρα, όλα είναι δυνατά σε σένα· απομάκρυνε από μένα τούτο το ποτήρι· όχι, όμως, ό,τι εγώ θέλω, αλλά ό,τι εσύ.
37. Και έρχεται, και τους βρίσκει να κοιμούνται· και λέει στον Πέτρο: Σίμωνα, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες μία ώρα να αγρυπνήσεις;
38. Αγρυπνείτε, και προσεύχεστε, για να μη μπείτε σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως είναι ασθενής.
39. Και πήγε πάλι και προσευχήθηκε, λέγοντας τον ίδιο λόγο.
40. Και όταν επέστρεψε, τους βρήκε πάλι να κοιμούνται, επειδή τα μάτια τους είχαν βαρύνει, και δεν ήξεραν τι να του απαντήσουν.
41. Και έρχεται την τρίτη φορά και τους λέει: Κοιμάστε το λοιπόν, και αναπαύεστε· αρκεί· ήρθε η ώρα· προσέξτε, ο Υιός τού ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια των αμαρτωλών·
42. σηκωθείτε, ας πάμε· δέστε, πλησίασε αυτός που με παραδίνει.
43. Κι αμέσως, ενώ ακόμα μιλούσε, έρχεται ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του ένα μεγάλο πλήθος με μάχαιρες και ξύλα, εκ μέρους των αρχιερέων και των γραμματέων και των πρεσβυτέρων.
44. Κι αυτός που τον παρέδινε τους είχε δώσει ένα σημάδι, λέγοντας: Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και φέρτε τον με σιγουριά.
45. Και όταν ήρθε, αμέσως καθώς τον πλησίασε, λέει: Ραββί, Ραββί· και τον καταφίλησε.
46. Και εκείνοι έβαλαν επάνω του τα χέρια τους, και τον έπιασαν.
47. Και ένας, κάποιος απ' αυτούς που παραστέκονταν, τραβώντας τη μάχαιρα, χτύπησε τον δούλο τού αρχιερέα, και του απέκοψε το αυτί του.
48. Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε σ' αυτούς: Βγήκατε σαν ενάντια σε ληστή, με μάχαιρες και ξύλα για να με συλλάβετε;
49. Κάθε ημέρα ήμουν κοντά σας διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και δεν με πιάσατε· όμως, αυτό έγινε για να εκπληρωθούν οι γραφές.
50. Και αφού όλοι τον άφησαν, έφυγαν.
51. Και ένας, κάποιος νεαρός, τον ακολουθούσε, περιτυλιγμένος με σεντόνι στο γυμνό του σώμα· και τον πιάνουν οι άλλοι νεαροί.
52. Εκείνος, όμως, αφήνοντας το σεντόνι, έφυγε απ' αυτούς γυμνός.
53. Και έφεραν τον Ιησού στον αρχιερέα· και συγκεντρώνονται σ' αυτόν όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς.
54. Και ο Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά μέχρι μέσα στην αυλή τού αρχιερέα· και καθόταν μαζί με τους υπηρέτες, και ζεσταινόταν στη φωτιά.
55. Οι δε οι αρχιερείς και ολόκληρο το συνέδριο ζητούσαν μια μαρτυρία ενάντια στον Ιησού για να τον θανατώσουν, και δεν έβρισκαν.
56. Επειδή, πολλοί ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του· αλλά, οι μαρτυρίες τους δεν ήσαν σύμφωνες.
57. Και μερικοί, αφού σηκώθηκαν, ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του, λέγοντας
58. ότι: Εμείς τον ακούσαμε να λέει ότι: Εγώ θα χαλάσω αυτό τον χειροποίητο ναό, και μέσα σε τρεις ημέρες θα ανοικοδομήσω άλλον, αχειροποίητον.
59. Εντούτοις, ούτε έτσι ήταν σύμφωνη η μαρτυρία τους.
60. Και καθώς ο αρχιερέας σηκώθηκε στο μέσον, ρώτησε τον Ιησού, λέγοντας: Δεν απαντάς τίποτε; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;
61. Και εκείνος σιωπούσε, και δεν απαντούσε τίποτε. Ο αρχιερέας τον ρωτούσε ξανά, λέγοντάς του: Είσαι εσύ ο Χριστός, ο Υιός τού Ευλογητού;
62. Και ο Ιησούς είπε: Εγώ είμαι· και θα δείτε τον Υιό τού ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά τής δύναμης, και να έρχεται μαζί με τα σύννεφα του ουρανού.
63. Και ο αρχιερέας, ξεσχίζοντας τα ιμάτιά του, λέει: Τι ανάγκη έχουμε πλέον από μάρτυρες;
64. Ακούσατε τη βλασφημία· τι σας φαίνεται; Και εκείνοι όλοι τον κατέκριναν, ότι είναι ένοχος θανάτου.
65. Και μερικοί άρχισαν να τον φτύνουν, και να σκεπάζουν το πρόσωπό του, και να τον γρονθοκοπούν, και να του λένε: Προφήτευσε! Και οι υπηρέτες τον χτυπούσαν με χαστουκίσματα στο πρόσωπο.
66. Και ενώ ο Πέτρος ήταν στην αυλή κάτω, έρχεται μία από τις υπηρέτριες του αρχιερέα·
67. και όταν είδε τον Πέτρο να ζεσταίνεται, καθώς τον κοίταξε καλά, λέει: Κι εσύ ήσουν μαζί με τον Ναζαρηνό Ιησού.
68. Και εκείνος αρνήθηκε, λέγοντας: Δεν ξέρω ούτε καταλαβαίνω τι λες εσύ. Και βγήκε έξω στο προαύλιο· και λάλησε ο πετεινός.
69. Και η υπηρέτρια βλέποντάς τον ξανά, άρχισε να λέει σ' αυτούς που παραστέκονταν ότι: Αυτός είναι απ' αυτούς.
70. Και εκείνος πάλι αρνιόταν. Και ύστερα από λίγο, ξανά, αυτοί που παραστέκονταν, έλεγαν στον Πέτρο: Στ' αλήθεια, είσαι απ' αυτούς· επειδή, είσαι Γαλιλαίος, και η ομιλία σου μοιάζει.
71. Εκείνος, όμως, άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται ότι: Δεν ξέρω αυτό τον άνθρωπο, που λέτε.
72. Και ο πετεινός λάλησε για δεύτερη φορά. Και ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο, που του είχε πει ο Ιησούς: Ότι πριν ο πετεινός δυο φορές λαλήσει, τρεις φορές θα με αρνηθείς. Και άρχισε να κλαίει πικρά.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 15
Μάρκος 15
1. ΚΑΙ αμέσως το πρωί οι αρχιερείς έκαναν συμβούλιο μαζί με τους πρεσβύτερους και τους γραμματείς, και ολόκληρο το συνέδριο, και αφού έδεσαν τον Ιησού, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο.
2. Και ο Πιλάτος τον ρώτησε: Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων; Και εκείνος, απαντώντας, είπε σ' αυτόν: Εσύ το λες.
3. Και τον κατηγορούσαν οι αρχιερείς πολύ.
4. Και ο Πιλάτος τον ρώτησε πάλι, λέγοντας: Δεν απαντάς τίποτε; Δες, πόσα μαρτυρούν εναντίον σου.
5. Ο Ιησούς, όμως, δεν απάντησε πλέον τίποτε, ώστε ο Πιλάτος θαύμαζε.
6. Κατά τη γιορτή, όμως, απέλυε σ' αυτούς έναν δέσμιο, όποιον ζητούσαν.
7. Και υπήρχε αυτός που λεγόταν Βαραββάς, δεμένος μαζί με τους συνωμότες, που κατά την εξέγερση είχαν διαπράξει φόνο.
8. Και ο όχλος, αφού φώναξε δυνατά, άρχισε να ζητάει να τους κάνει όπως έκανε σ' αυτούς πάντοτε.
9. Και ο Πιλάτος απάντησε σ' αυτούς, λέγοντας: Θέλετε να σας απολύσω τον βασιλιά των Ιουδαίων;
10. Επειδή, ήξερε ότι οι αρχιερείς τον είχαν παραδώσει εξαιτίας φθόνου.
11. Οι αρχιερείς, όμως, διέγειραν το πλήθος να ζητήσουν να τους απολύσει μάλλον τον Βαραββά.
12. Και ο Πιλάτος απαντώντας πάλι είπε σ' αυτούς: Τι θέλετε, λοιπόν, να κάνω τούτον, που τον λέτε βασιλιά των Ιουδαίων;
13. Και εκείνοι κραύγασαν ξανά: Σταύρωσέ τον.
14. Και ο Πιλάτος έλεγε σ' αυτούς: Και τι κακό έκανε; Εκείνοι, όμως, κραύγασαν περισσότερο: Σταύρωσέ τον.
15. Ο Πιλάτος, λοιπόν, θέλοντας να κάνει το αρεστό στο πλήθος, τους απέλυσε τον Βαραββά, και τον Ιησού, αφού τον μαστίγωσε, τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.
16. Και οι στρατιώτες τον έφεραν μέσα στην αυλή, που είναι το πραιτώριο· και συγκεντρώνουν ολόκληρο το τάγμα των στρατιωτών.
17. Και τον ντύνουν με πορφύρα, και αφού έπλεξαν ένα αγκάθινο στεφάνι, το βάζουν γύρω από το κεφάλι του,
18. και άρχισαν να τον χαιρετούν, λέγοντας: Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων.
19. Και χτυπούσαν το κεφάλι του με ένα καλάμι, και έφτυναν επάνω του· και καθώς έπεφταν στα γόνατα, τον προσκυνούσαν.
20. Και αφού τον ενέπαιξαν, τον ξέντυσαν από την πορφύρα, και τον έντυσαν με τα ιμάτιά του, και τον έφεραν έξω, για να τον σταυρώσουν.
21. Και αγγαρεύουν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίο που διάβαινε, ενώ ερχόταν από το χωράφι, τον πατέρα τού Αλέξανδρου και του Ρούφου, για να σηκώσει τον σταυρό του.
22. Και τον φέρνουν στον τόπο Γολγοθά, που ερμηνευόμενο σημαίνει τόπος Κρανίου.
23. Και του έδιναν να πιει κρασί ανάμικτο με σμύρνα· εκείνος, όμως, δεν το πήρε.
24. Και αφού τον σταύρωσαν, μοιράζονταν αναμεταξύ τους τα ιμάτιά του, βάζοντας γι' αυτά κλήρο, το τι θα πάρει κάθε ένας.
25. Ήταν δε η τρίτη ώρα, και τον σταύρωσαν.
26. Και η επιγραφή τής κατηγορίας του ήταν γραμμένη από πάνω: Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ.
27. Και μαζί του σταυρώνουν δύο ληστές, έναν από τα δεξιά και έναν από τα αριστερά του.
28. Και εκπληρώθηκε η γραφή, που λέει: «Και λογαριάστηκε μαζί με τους ανόμους».
29. Και εκείνοι που διάβαιναν, τον βλασφημούσαν, κουνώντας τα κεφάλια τους, και λέγοντας: Μπα! Αυτός που χαλάει τον ναό, και μέσα σε τρεις ημέρες τον κτίζει,
30. σώσε τον εαυτό σου, και κατέβα από τον σταυρό.
31. Παρόμοια, μάλιστα, και οι αρχιερείς, εμπαίζοντας ο ένας προς τον άλλον, μαζί με τους γραμματείς, έλεγαν: Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει·
32. ο Χριστός, ο βασιλιάς τού Ισραήλ, ας κατέβει τώρα από τον σταυρό, για να δούμε και να πιστέψουμε. Και οι δύο, που ήσαν σταυρωμένοι μαζί μ' αυτόν, τον ονείδιζαν.
33. Και όταν ήρθε η έκτη ώρα, έγινε σκοτάδι επάνω σε ολόκληρη τη γη, μέχρι την ένατη ώρα.
34. Και την ένατη ώρα, ο Ιησούς κραύγασε με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Ελωί, Ελωί, λαμά, σαβαχθανί;», που ερμηνευόμενο, σημαίνει: «Θεέ μου, Θεέ μου, ως προς τι με εγκατέλειψες;».
35. Και μερικοί απ' αυτούς που παραστέκονταν, όταν το άκουσαν, έλεγαν: Δέστε, φωνάζει τον Ηλία.
36. Ένας δε, αφού έτρεξε και γέμισε ένα σφουγγάρι με ξίδι, και το περιτύλιξε σε ένα καλάμι, τον πότιζε, λέγοντας: Αφήστε, ας δούμε αν έρχεται ο Ηλίας να τον κατεβάσει.
37. Ο Ιησούς, όμως, αφού έβγαλε μια δυνατή φωνή, εξέπνευσε.
38. Και το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, από επάνω μέχρι κάτω.
39. Και βλέποντας ο εκατόνταρχος, που παρεστεκόταν απέναντί του, ότι έκραξε με έναν τέτοιο τρόπο, είπε: Στ' αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός ήταν Υιός τού Θεού.
40. Ήσαν, μάλιστα, και μερικές γυναίκες από μακριά, που παρατηρούσαν· ανάμεσα στις οποίες και η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία η μητέρα τού Ιακώβου τού μικρού, και του Ιωσή, και η Σαλώμη,
41. οι οποίες και τον ακολουθούσαν, και τον υπηρετούσαν, όταν ήταν στη Γαλιλαία· και πολλές άλλες, που είχαν ανέβει μαζί μ' αυτόν στα Ιεροσόλυμα.
42. Και όταν έγινε ήδη βράδυ, (επειδή, ήταν Παρασκευή, δηλαδή, Προσάββατο),
43. ήρθε ο Ιωσήφ, αυτός από την Αριμαθαία, ένας εκτιμώμενος βουλευτής, που κι αυτός περίμενε τη βασιλεία τού Θεού· και, τολμώντας, μπήκε μέσα στον Πιλάτο, και ζήτησε το σώμα τού Ιησού.
44. Ο δε Πιλάτος θαύμασε αν είχε ήδη πεθάνει· και αφού προσκάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε, αν είχε πεθάνει προ πολλού.
45. Και μαθαίνοντας από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα τού Ιησού στον Ιωσήφ.
46. Κι αυτός, αγοράζοντας ένα σεντόνι, και αφού τον κατέβασε, τον τύλιξε με το σεντόνι· και τον έβαλε σε μνήμα, που ήταν λατομημένο από πέτρα· και επάνω στη θύρα τού μνήματος κύλισε μια πέτρα.
47. Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα τού Ιωσή, έβλεπαν πού τον έβαζαν.
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 16
Μάρκος 16
1. ΚΑΙ αφού πέρασε το σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα τού Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για νάρθουν να τον αλείψουν.
2. Και πολύ πρωί, την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, έρχονται στον τάφο, όταν ανέτειλε ο ήλιος.
3. Και αναμεταξύ τους έλεγαν: Ποιος θα αποκυλίσει σε μας την πέτρα από τη θύρα τού μνήματος;
4. Και, καθώς σήκωσαν το βλέμμα τους, παρατηρούν ότι η πέτρα ήταν ήδη αποκυλισμένη· επειδή, ήταν υπερβολικά μεγάλη.
5. Και όταν μπήκαν στο μνήμα, είδαν έναν νεανία να κάθεται στα δεξιά, ντυμένον με άσπρη στολή· και τρόμαξαν.
6. Και εκείνος λέει σ' αυτές: Μη τρομάζετε· τον Ιησού ζητάτε, τον Ναζαρηνό, τον σταυρωμένο· αναστήθηκε, δεν είναι εδώ· δέστε, ο τόπος όπου τον είχαν βάλει.
7. Αλλά, πηγαίνετε, πείτε στους μαθητές του, και στον Πέτρο, ότι πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε, όπως σας είχε πει.
8. Και αφού βγήκαν γρήγορα έξω, έφυγαν από το μνήμα· αλλά τις κατείχε τρόμος και έκσταση· και δεν είπαν τίποτε σε κανέναν· επειδή, φοβόνταν.
9. Και αφού αναστήθηκε το πρωί τής πρώτης ημέρας τής εβδομάδας, φάνηκε πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή, από την οποία είχε βγάλει επτά δαιμόνια.
10. Εκείνη πήγε και το ανήγγειλε σ' αυτούς που είχαν σταθεί μαζί του, ενώ πενθούσαν και έκλαιγαν.
11. Και εκείνοι, όταν άκουσαν ότι ζει και ότι αυτή τον είδε, δεν πίστεψαν.
12. Και μετά απ' αυτά, φανερώθηκε με άλλη μορφή σε δύο απ' αυτούς, ενώ περπατούσαν και πήγαιναν στο χωράφι.
13. Και εκείνοι πήγαν και το ανήγγειλαν στους υπόλοιπους· αλλά, ούτε και σ' εκείνους πίστεψαν.
14. Ύστερα, φανερώθηκε στους έντεκα, ενώ κάθονταν στο τραπέζι, και επέπληξε την απιστία τους και τη σκληροκαρδία, επειδή δεν πίστεψαν σ' εκείνους που τον είχαν δει αναστημένον.
15. Και τους είπε: Πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο, και κηρύξτε το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση.
16. Όποιος πιστέψει και βαπτιστεί, θα σωθεί· όποιος, όμως, απιστήσει, θα κατακριθεί.
17. Τούτα δε τα σημεία θα παρακολουθούν εκείνους που πίστεψαν: Στο όνομά μου θα βγάζουν δαιμόνια· θα μιλούν καινούργιες γλώσσες·
18. θα πιάνουν φίδια· και αν κάτι θανάσιμο πιουν, δεν θα τους βλάψει· θα βάζουν τα χέρια επάνω σε αρρώστους, και θα γιατρεύονται.
19. Ο μεν Κύριος, λοιπόν, αφού τους μίλησε, αναλήφθηκε στον ουρανό, και κάθισε στα δεξιά τού Θεού.
20. Και εκείνοι, αφού βγήκαν έξω, κήρυξαν παντού, ενώ ο Κύριος συνεργούσε, και βεβαίωνε το κήρυγμα με τα θαύματα που επακολουθούσαν. Αμήν.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου